Η στέγαση, οι μεταφορές και η διατροφή εκτόξευσαν τον πληθωρισμό στην Ελλάδα σε ετήσια βάση το Νοέμβριο κατά 4% και ακόμα περισσότερο κατά 4,9% στην Ευρωζώνη. Στην κατηγορία της στέγασης η ΕΛΣΤΑΤ περιλαμβάνει και τις δαπάνες ηλεκτρισμού αερίου, ύδρευσης, οπότε η μεγάλη άνοδος των δαπανών οφείλεται κυρίως στο φυσικό αέριο και τον ηλεκτρισμό.

Ωστόσο η  ομάδα ανάλυσης και έρευνας της Eurobank καταπιάστηκε με το θέμαkai επιχειρεί να εξηγήσει αυτό που οι ειδικοί γνωρίζουν αλλά δεν αναλύεται επαρκώς: Αν συγκριθεί ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή όχι σε ετήσια βάση δηλαδή το τελευταίο δωδεκάμηνο αλλά σε διετή βάση, με τις τιμές του 2020, τότε η αύξηση στη διετία είναι μόνον 1,8%. Κι όπως σχολιάζει η ομάδα ανάλυσης της Eurobank 1,8% πληθωρισμός σε δύο χρόνια είναι ήπιος.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί το 2020 οι τιμές έπεσαν σε σχέση με το 2019 και είχαμε αρνητικό πληθωρισμό. Αυτό δημιούργησε μία πολύ χαμηλή βάση σύγκρισης για τις φετινές τιμές του δείκτη κι έτσι προκύπτει μία μεγάλη αύξηση από πέρυσι που οι τιμές είχαν πέσει.

Η επίδραση βάσης λέει η έρευνα, είναι εμφανής και θα συνεχίσει να υφίσταται στη βραχυχρόνια περίοδο. Οι δυνάμεις που ενεργοποιήθηκαν στην πανδημία και οδήγησαν σε ετήσια πτώση των τιμών από τον Απρίλιο 2020 μέχρι τον Μάιο 2021 (μείωση της ζήτησης, των τιμών ενέργειας και συγκεκριμένων συντελεστών ΦΠΑ), αντιστράφηκαν το 2021 (οι εν λόγω συντελεστές ΦΠΑ παραμένουν αμετάβλητοι), με αποτέλεσμα την ετήσια άνοδο των τιμών από τον Ιούνιο 2021. Αναντίρρητα, η τρέχουσα ανοδική πορεία του πληθωρισμού στην Ελλάδα, μια εξέλιξη κοινή για τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης, προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση των τιμών εισαγόμενων αγαθών, κυρίως στον τομέα της ενέργειας.

Πώς κινήθηκε το επίπεδο των τιμών στις επιμέρους ομάδες αγαθών και υπηρεσιών τον Νοέμβριο 2021; Η Eurobank αναφέρει ότι οι δείκτες τιμών της στέγασης (περιλαμβάνει και την κατανάλωση νερού, ηλεκτρικού, αερίου και άλλων καυσίμων), των μεταφορών και της διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών, σημείωσαν τις υψηλότερες ετήσιες αυξήσεις, με ρυθμούς της τάξης του 18,1%, 5,8% και 4,0% αντίστοιχα. Αντιθέτως, οι δείκτες τιμών των επικοινωνιών, των άλλων αγαθών και υπηρεσιών, της αναψυχής και πολιτιστικών δραστηριοτήτων και της υγείας, μειώθηκαν σε ετήσια βάση κατά 2,6%, 0,4%, 0,1% και 0,1% αντίστοιχα. Σε σύγκριση με τον Νοέμβριο 2019, ο δείκτης τιμών της στέγασης παρουσίασε τη μεγαλύτερη άνοδο με 12,7% και ακολούθησε αυτός της διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών με 5,6%.

Τέλος, στις μεταφορές, η ισχυρή ετήσια άνοδος του δείκτη τιμών τον Νοέμβριο 2021, δεν υπερκάλυψε την περσινή, αντιστοίχως ισχυρή, πτώση, με αποτέλεσμα ο συγκεκριμένος δείκτης τιμών να υπολείπεται κατά 1,1% σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα.

Η διατήρηση της ενεργειακής κρίσης για διάστημα μεγαλύτερο του αναμενομένου, όπως και αστάθμητοι παράγοντες στο μέτωπο της πανδημίας με αρνητικές συνέπειες στην προσφορά, δύναται να επηρεάσουν ανοδικά τις προσδοκίες των φορέων της οικονομίας για το επίπεδο του πληθωρισμού. Ωστόσο, ένας παράγοντας που θα συνεχίσει να επιδρά ανασταλτικά στην ενίσχυση του πληθωρισμού στην ελληνική οικονομία, τουλάχιστον στη βραχυχρόνια περίοδο, είναι η θετική απόκλιση ανάμεσα στο τρέχον και το φυσικό ποσοστό ανεργίας.

Σύμφωνα με τη σημερινή δημοσίευση της ΕΛΣΤΑΤ, το μέσο ποσοστό ανεργίας την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2021 διαμορφώθηκε στο 15,2% (13,3% τον Οκτώβριο 2021), με το φυσικό ποσοστό ανεργίας – κάτω του οποίου ενισχύεται ο πληθωρισμός σε θεωρητικό επίπεδο – να εκτιμάται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο 12,5%. Το εν λόγω ποσοστό είναι αρκετά μεγαλύτερο από το αντίστοιχο στην Ευρωζώνη (7,3% και 6,6% στην ΕΕ-27). Η κρίση χρέους, με τον μεγάλο αριθμό των μακροχρόνια ανέργων, την απαξίωση των δεξιοτήτων του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας και τις δομικές αλλαγές σε κλαδικό επίπεδο (π.χ. μεγάλη συρρίκνωση του κλάδου των κατασκευών), ερμηνεύουν σε έναν βαθμό το παραπάνω αποτέλεσμα. Ο ρόλος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι κρίσιμος για τη μείωση του φυσικού ποσοστού ανεργίας στην Ελλάδα, έτσι ώστε η προβλεπόμενη ανάκαμψη της ζήτησης τα επόμενα χρόνια να μην πυροδοτήσει έντονες πληθωριστικές πιέσεις και απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Ολοκληρώνοντας η Eurobank σημειώνει ότι μέχρι και το 3ο τρίμηνο 2021, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας ως προς τους εταίρους της στην Ευρωζώνη, σε όρους πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας (ΠΣΣΙ) με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή, παρέμεινε σε ανοδική τροχιά. Συγκεκριμένα, η ΠΠΣΙ μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά 1,6%, αντανακλώντας το υψηλότερο επίπεδο πληθωρισμού στην Ευρωζώνη σε σχέση με την Ελλάδα.