του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου

Αν η Ελλάδα θέλει να ενισχύσει την «ενδογενή» ανάπτυξή της, αλλά με την απαραίτητη εξωστρέφεια, ο ορυκτός πλούτος της αποτελεί μεγάλη ευκαιρία και ζωτική πηγή εσόδων.

Βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής παραγωγικής οικονομίας, είναι ο ευκαιριακός χαρακτήρας της. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια οικονομία που στηρίχθηκε σε κοντόθωρες επιλογές, οι οποίες μπορεί σε δεδομένες συνθήκες και περιστάσεις να έλυναν κάποια προβλήματα της στιγμής, πλην όμως δεν είχαν ούτε βάθος, ούτε προοπτική.

Θυμάμαι στο ξεκίνημα της δημοσιογραφικής μου καριέρας τον Πρόδρομο Μποδοσάκη, κορυφαίο Έλληνα βιομήχανο και ευεργέτη της χώρας, θα δηλώνει σε δημοσιογράφους ότι η μεταλλευτική βιομηχανία  παραμελείται από την πολιτεία προς όφελος μιας οικονομίας αεριτζήδων και τοκογλύφων.

Και από την άποψη αυτή, πραγματικό ντοκουμέντο για τον μεταλλευτικό κλάδο στην Ελλάδα, είναι  τα βιβλίο της καθηγήτριας Λήδας Παπαστεφανάκη, το οποίο με τίτλο «Η φλέβα της γης – Τα μεταλλεία της Ελλάδας, τον 19ο και 20ο αιώνα», περιγράφει την ιστορική οικονομική και κοινωνική σημασία του εθνικού ορυκτού πλούτου.

«Μετά από μια μικρή έρευνα στο θέμα, λέει η καθηγήτρια Λήδα Παπαστεφανάκη, αναλύοντας τη σχετική βιβλιογραφία, διαπίστωσα ότι αυτός ο παραγωγικός κλάδος δεν ήταν καθόλου μελετημένος από τους επαγγελματίες ιστορικούς.

Το βασικό ερώτημα που με απασχόλησε είναι σε ποιο βαθμό και με ποιους τρόπους μια οικονομική δραστηριότητα, η οποία είχε κυρίως εξαγωγικό προσανατολισμό και συμμετείχε σε μια διεθνοποιημένη οικονομία, συνέβαλε στην εγχώρια οικονομική ανάπτυξη, επηρέασε τις κοινωνικές σχέσεις και διαμόρφωσε πολιτικές. Τα ειδικότερα ερωτήματα αφορούσαν τον ρόλο του κράτους στην ανάπτυξη των μεταλλείων την περίοδο 1830-1960, τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων, τη θέση της Ελλάδας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, τη διαμόρφωση των αγορών εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις, την τεχνολογία, την τεχνική διεύθυνση και την οργάνωση των μεταλλείων. Κεντρική θέση στην προσέγγιση μου έχει η έννοια του καταμερισμού εργασίας, η οποία μας επιτρέπει να μελετήσουμε τις κοινωνικές και οικονομικές διαφοροποιήσεις σε πολλαπλά επίπεδα: στο επίπεδο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, στο επίπεδο της εθνικής οικονομίας, στο επίπεδο των επιχειρήσεων, στο επίπεδο των χώρων παραγωγής, στο επίπεδο της οικογένειας. Στόχος μου ήταν να απαντήσω, εν μέρει τουλάχιστον, στα παραπάνω ερωτήματα, χρησιμοποιώντας τα θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία της ιστορικής επιστήμης, και ιδίως της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας. Επιχείρησα να απαντήσω στα ερωτήματα, χαρτογραφώντας ταυτόχρονα, σε αδρές γραμμές το σύνολο του κλάδου και θέτοντας την ιστορική διάσταση της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας».

Αυτά και άλλα ενδιαφέροντα γράφει η καθηγήτρια και ερευνήτρια στο ίδρυμα Μεσογειακών Ερευνών, Λήδα Παπαστεφανάκη, η οποία από τη δική της οπτική γωνία προσπαθεί να συμβάλλει ώστε ο αναγνώστης του βιβλίου της να βρει και αυτός τις δικές του απαντήσεις.

Και από την άποψη αυτή, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι η ελληνική μεταλλευτική βιομηχανία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εθνική μας οικονομία εδώ και αιώνες. Από τα αρχαία χρόνια έως τη σύγχρονη εποχή, η μεταλλευτική δραστηριότητα συμβάλει καθοριστικά στην οικονομική ευημερία της Ελλάδας και στην προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης, ιδίως σε περιοχές με άφθονους ορυκτούς πόρους, εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων.

Παράλληλα, ο κλάδος διαδραματίζει καίριο ρόλο στην ενίσχυση των εθνικών εξαγωγών, με τα έσοδα από τις εξαγωγές μεταλλευτικών προϊόντων να συμβάλλουν καθοριστικά κάθε χρόνο στην ενίσχυση του εμπορικού ισοζυγίου και στη συνολική οικονομική σταθερότητα.

Σημαντικός είναι επίσης ο ρόλος του και στην αναβάθμιση της ποιότητας και της εκπαίδευσης του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας. Στην ιστορική της πορεία, η μεταλλευτική δραστηριότητα διαμόρφωσε, επίσης, ένα εργατικό δυναμικό εξειδικευμένο στα μεταλλεία, δημιούργησε μία τεχνογνωσία, και ένα δυναμικό στελεχών μηχανικών μεταλλειολόγων, διαμόρφωσε το τοπίο πολλών κατοικημένων και ακατοίκητων περιοχών…

Υπό αυτή την έννοια, ο κλάδος θα μπορούσε να συμβάλλει πολύ θετικά σε μια γενική παραγωγική προσπάθεια τόνωσης της ενδογενούς ανάπτυξης με παράλληλη ενίσχυση μιας περαιτέρω συνολικής ενίσχυσης της εξωστρέφειας της ελληνικής μεταποίησης.

Είναι σημαντικό έτσι να επισημάνουμε ότι σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, αλλά και Διεθνών Οργανισμών, προκύπτει ότι:

Επίσης, πέρα από τα παραπάνω, η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις παγκόσμιες δυνάμεις στην παραγωγή μαρμάρων καθώς και στην παραγωγή λιγνίτη. Ειδικότερα, όσον αφορά σε αξία εξαγωγών μαρμάρων (240 εκ. €) βρίσκεται μέσα στους 3 μεγαλύτερους εξαγωγείς μαρμάρου της EE (μετά από Ιταλία, Ισπανία) και ανάμεσα στους 6 μεγαλύτερους εξαγωγείς του κόσμου. Αντίστοιχα, στην παραγωγή λιγνίτη η χώρα μας είναι 2η στην EE (μετά την Γερμανία) και μέσα στους 10 μεγαλύτερους του κόσμου. Τέλος, η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη παραγωγός νικελίου στην EE (40% της παραγωγής της EE) έχοντας περί το 2% της ετήσιας παγκόσμιας παραγωγής, ενώ είναι και η 4η στην παραγωγή μαγνησίτη στην Ευρώπη και μέσα στις 10 μεγαλύτερες παραγωγούς χώρες στον κόσμο.

Αν λάβουμε επίσης υπόψη μας ότι ο κλάδος απασχολεί άμεσα 20.000 εργαζόμενους και έμμεσα 80.000, ανάγλυφη προβάλλει και η ζωτική κοινωνική του σημασία, στην οποίαν θα πρέπει να προσθέσουμε και το βάρος της επένδυσης της «Ελληνικός Χρυσός» στα μεταλλεία Κασσάνδρας χάρη στην οποίαν δημιουργήθηκαν πάνω από 1.500 σταθερές και καλά αμειβόμενες άμεσες θέσεις εργασίας.

Ο Ορυκτός Πλούτος και τα μάτια μας, θα μπορούσε ετσι να είναι ένας καλός τίτλος για το κύρος και τη σημασία του κλάδου, ο οποίος σήμερα αντιμετωπίζει και νέα προβλήματα συναφή με την προστασία του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή.

ΣΜΕ newsletter