Τεράστιες είναι οι οικονομικές ανισότητες που χαρακτηρίζουν τον πληθυσμό στην Ελλάδα καθώς το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ήταν 5,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού το 2018.
Αυτό προκύπτει από τα αποτελέσματα της δειγματοληπτικής Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (SILC).
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ,
- ο δείκτης S80/S20 το 2018, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2017, μειώθηκε κατά 0,6 μονάδες σε σχέση με το 2017 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2016) και ανέρχεται στο 5,5.
Η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω
- μειώθηκε κατά 0,3 μονάδες και διαμορφώνεται στο 3,9 έναντι 4,2 το 2017. Α
Αντίστοιχα η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων κάτω των 65 ετών διαμορφώνεται στο 6,1 παρουσιάζοντας μείωση κατά 0,6 μονάδες σε σχέση με το 2017, που ήταν στο 6,7.
Δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής GINI)
Για καλύτερη αποτύπωση της οικονομικής ανισότητας χρησιμοποιείται συμπληρωματικά ο δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής Gini), ο οποίος, σε αντίθεση με το δείκτη κατανομής εισοδήματος (S80/S20) σε πεντημόρια εισοδήματος, δεν επηρεάζεται από τις ακραίες τιμές της κατανομής του εισοδήματος.
Ο δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής Gini) ορίζεται ως ο λόγος των αθροιστικών μεριδίων του πληθυσμού, κατανεμημένου ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος, προς το αθροιστικό μερίδιο του συνολικού εισοδήματος όλου του πληθυσμού. Η τιμή του κυμαίνεται από 0 (ή 0%), που αντιστοιχεί σε πλήρη εισοδηματική ισότητα έως 1 (ή 100%) που αντιστοιχεί σε πλήρη εισοδηματική ανισότητα, και ερμηνεύεται ως η στατιστικά αναμενόμενη διαφορά του αποτελέσματος της σύγκρισης δύο τυχαίων εισοδημάτων, ως ποσοστό του μέσου όρου. Αν όλο το εθνικό εισόδημα ήταν συγκεντρωμένο σε ένα άτομο, ο συντελεστής θα ήταν 1. Αν ο συντελεστής Gini ήταν π.χ. 30,0%, το εισόδημα 2 τυχαίων ατόμων θα διέφερε κατά 30,0% του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος
Ο συντελεστής Gini εκτιμήθηκε το 2018 σε 32,3%, σημειώνοντας μείωση κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017 (Γράφημα 1, Πίνακας 3). Το παραπάνω ποσοστό ερμηνεύεται ως εξής: αν επιλέξουμε 2 τυχαία άτομα του πληθυσμού, αναμένουμε ότι το εισόδημά τους θα διαφέρει κατά 32,3% του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.
Από το 1994, έτος κατά το οποίο άρχισε η συγκεκριμένη έρευνα, η συνολική ανισότητα μειώθηκε κατά 5,1 ποσοστιαίες μονάδες (37,4% το 1994).
Μερίδιο εισοδήματος σε τεταρτημόρια
Τα στοιχεία της κατανομής του εισοδήματος σε τεταρτημόρια εκφράζουν το ποσοστό του συνολικού εθνικού εισοδήματος που κατέχει κάθε ένα από τέσσερα (ίσα) τμήματα του πληθυσμού.
Συγκεκριμένα, εάν κατατάξουμε τα άτομα του πληθυσμού σε αύξουσα σειρά με βάση το εισόδημά τους (από το μικρότερο στο μεγαλύτερο) και στη συνέχεια χωρίσουμε τον πληθυσμό σε τέσσερα ίσα μέρη (με βάση το συνολικό αριθμό των ατόμων), προκύπτουν τα εξής:
– το 25% του πληθυσμού στο 1ο τεταρτημόριο, με το χαμηλότερο εισόδημα, κατέχει το 10,0% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αυξημένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017.
– το 25% του πληθυσμού στο 4ο τεταρτημόριο, με το υψηλότερο εισόδημα, κατέχει το 45,9% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό μειωμένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017.
– το 50% του πληθυσμού στο 2ο και 3ο τεταρτημόριο, με μεσαία εισοδήματα, κατέχουν το 44,0% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό μειωμένο κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017.
– το υψηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το 1ο τεταρτημόριο ανέρχεται σε 5.373 ευρώ
– το χαμηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το 4ο τεταρτημόριο ανέρχεται σε 11.200 ευρώ.