Πέθανε σε ηλικία 88 ετών ο Γάλλος ηθοποιός Ζαν Πολ Μπελμοντό.
Ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος ήρθε το 1958 με το Les copains du Dimanche και μετά από διάφορες συνεργασίες, όπως με τον σκηνοθέτη Μαρκ Αλεγκρέ στο Έγκλημα στην Place Pigalle (Sois belle et tais-toi, 1958) και το Τελευταίο Ραντεβού (Un drôle de Dimanche, 1958), τον Μαρσέλ Καρνέ στους Ζαβολιάρηδες (Les tricheurs, 1958), αλλά και τον ρόλο του ως Ντ’ Αρτανιάν στην τηλεοπτική ταινία Οι 3 σωματοφύλακες, ήρθε ο ρόλος που θα έκανε το όνομά του γνωστό σε μία ταινία που εκπροσωπούσε το «Νέο κύμα».
Το αναντίρρητο ταλέντο και η χαλαρή κινηματογραφική παρουσία του Ζαν Πολ Μπελμοντό έτυχαν της προσοχής του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, σε μια ευτυχή συγκυρία που θα απέδιδε σύντομα αριστουργήματα. Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, που μέχρι τότε είχε σκηνοθετήσει τρεις μικρού μήκους ταινίες, σκηνοθέτησε το 1960 το πασίγνωστο Με κομμένη την ανάσα (À bout de soufflé), όπου ο Μπελμοντό πρωταγωνιστεί ως κακοποιός που προσπαθεί να ξεφύγει από την αστυνομία και βρίσκει καταφύγιο σε μία εφήμερη ερωτική σχέση με μία Αμερικανίδα. Ο Μπελμοντό ενσάρκωσε τον χαρακτήρα του με μία ποιητική ελαφρότητα που κανείς Γάλλος ηθοποιός δεν είχε επιδείξει μέχρι τότε. Ο ρόλος του Μπελμοντό ως Μισέλ τον καθιέρωσε ως style-icon και παρ’ όλο που οι ρόλοι που προηγήθηκαν ήταν λιγοστοί και ο Μπελμοντό βρισκόταν μόλις στην αρχή της καριέρας του, η ταινία αυτή τον καθιέρωσε ως «κλασικό». Το Με κομμένη την ανάσα εκτόξευσε τη φήμη του Γκοντάρ και του Μπελμοντό στα ύψη και εγκαινίασε με αριστουργηματικό τρόπο τη νέα σχολή κινηματογραφικής σκέψης που θα έμενε γνωστή ως Nouvelle Vague (Νέο Κύμα). Το γαλλικό σινεμά είχε βρει την απάντησή του στον Αμερικανό Τζέιμς Ντιν. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε κείμενο που έχει γραφτεί για τον Ζαν Πολ Μπελμοντό ξεκινάει και τελειώνει με μία αναφορά στο Με κομμένη την ανάσα. Το ντεμπούτο του Γκοντάρ δεν ήταν o καλύτερος ρόλος που έπαιξε ποτέ ο Μπελμοντό, αλλά ήταν με διαφορά η ταινία που αποφάσισε πως στο πρόσωπο του 27χρονου τότε ηθοποιού το νέο γαλλικό σινεμά είχε μόλις ανακαλύψει τον πρώτο του μεγάλο ήρωα.
Την ίδια χρονιά, ο Μπελμοντό έπαιξε στο φιλμ του Βιττόριο ντε Σίκα Η Ατιμασμένη (La ciociara, 1960), η οποία επέκτεινε τη φήμη του σε παγκόσμιο βεληνεκές.
Το 1961 ο Γκοντάρ τον επιστράτευσε και πάλι για το Η Κυρία θέλει έρωτα (Une femme est une femme) και την ίδια χρονιά έγινε ο Εφημέριος (Léon Morin, Prêtre) του Ζαν Πιερ Μελβίλ, αποσπώντας την πρώτη του υποψηφιότητα για βραβείο BAFTA καλύτερου ξένου ηθοποιού. Την επόμενη χρονιά ξανασυνεργάστηκε με τον Μελβίλ όταν υποδύθηκε τον Σιλιάν, έναν πληροφοριοδότη της αστυνομίας, στην ταινία Ο Χαφιές (Le Doulos), ένα διαμάντι του σινεμά που κατατάχθηκε από το περιοδικό Empire στις 500 καλύτερες όλων των εποχών. Την ίδια χρονιά βρέθηκε στο πλευρό της Κλαούντια Καρντινάλε στη θρυλική κομεντί του Φιλίπ Ντε Μπροκά Καρτούς (Cartouche).
Το 1963 έπαιξε στο Καυτό πεζοδρόμιο (Peau de banane) με τη Ζαν Μορώ και λίγο αργότερα βρέθηκε και πάλι στα χέρια του Μελβίλ για την ταινία Ο μεγάλος τυχοδιώκτης (L’ aîné des Ferchaux, 1963), όπου υποδύθηκε έναν νεαρό μποξέρ σε ρόλο σωματοφύλακα.
«Ο άσχημος γόης» του γαλλικού κινηματογράφου
Ο σημαντικός ηθοποιός γεννήθηκε στις 9 Απριλίου του 1933 στο Νεϊγί-συρ -Σεν, βορειοδυτικά του Παρισιού μέσα σε καλλιτεχνική οικογένεια. Ο πατέρας του, Πολ Μπελμοντό, ήταν γλύπτης με ιταλικές ρίζες και η μητέρα του ζωγράφος. Ωστόσο, ο μικρός Μπελμοντό δεν είχε φανερώσει καμία καλλιτεχνική κλίση στα εφηβικά του χρόνια. Αντιθέτως, έδειξε από την αρχή κλίση στα αθλητικά. Δεν τα πήγαινε καλά στο σχολείο και το πάθος του σε αυτή την ηλικία ήταν το μποξ και το ποδόσφαιρο, ενώ μάλιστα έκανε και προπονήσεις μποξ.