Πρόκληση αποτελεί για τα στελέχη των επιχειρήσεων παγκοσμίως η επίτευξη του προσδοκώμενου οφέλους από τις εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων που σχεδιάζουν, σύμφωνα με τα αποτελέσματα νέας έρευνας της EY.
Σχεδόν 8 στους 10 ερωτηθέντες (79%) δηλώνουν ότι δεν εξασφάλισαν τις προσδοκώμενες τιμές κατά την πιο πρόσφατη αποεπένδυσή τους. Ταυτόχρονα, περισσότερα από τα τρία τέταρτα (77%) δηλώνουν ότι παραλείψεις στις αναθεωρήσεις χαρτοφυλακίου ή στρατηγικής, είχαν ως αποτέλεσμα την αποτυχία επίτευξης επιθυμητών αποτελεσμάτων κατά τις εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, το 56% των στελεχών δηλώνουν ότι η πιο πρόσφατη αποεπένδυση δεν είχε την προσδοκώμενη επίδραση στην αποτίμηση της ίδιας της επιχείρησής τους (RemainCo).
Η έρευνα της EY σε περισσότερα από 1.000 ανώτατα στελέχη (βαθμίδα C-Suite) παγκοσμίως, αποκαλύπτει ότι περισσότερες εταιρείες από ποτέ (78% – το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί στα εννέα χρόνια διεξαγωγής της έρευνας), διατηρούν επιχειρήσεις ή δραστηριότητες που, ενώ κάποτε ήταν αποφασιστικής σημασίας για το χαρτοφυλάκιό τους, πλέον κρίνονται περιττές.
Καθώς οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κατανομή κεφαλαίων, η πλειονότητα των ερωτηθέντων (76%) αναμένουν ότι οι συνεχιζόμενες συνέπειες της πανδημίας του COVID-19 θα επιταχύνουν τα σχέδια αποεπενδύσεων, ενώ 56% προγραμματίζουν να πραγματοποιήσουν την επόμενη εκποίηση μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, εκμεταλλευόμενοι τις ευκαιρίες που προσφέρει μια ζωηρή αγορά συγχωνεύσεων και εξαγορών (Σ&Ε).
Παράγοντες που σχετίζονται με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση (τα κριτήρια ESG), διαδραματίζουν έναν ολοένα και αυξανόμενο κεντρικό ρόλο στις αποφάσεις για αποεπενδύσεις. Σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις (46%),υποστηρίζουν ότι τα ζητήματα ESG επηρεάζουν άμεσα τις εκποιήσεις, αποτελώντας πολύ σημαντικότερο παράγοντα στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού (84%), από ό,τι στην περιοχή Ευρώπης, Μέσης Ανατολής, Ινδίας και Αφρικής (47%), αλλά και στην αμερικανική ήπειρο (14%). Αυτά τα ευρήματα ευθυγραμμίζονται με τα δεδομένα για τις Σ&Ε κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021, που δείχνουν ότι οι τιμές σε συμφωνίες που σχετίζονται με τα κριτήρια ESG και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο τρίμηνο αυτό, ήταν τρεις φορές υψηλότερες από ό,τι στο σύνολο του 2020. Οι κανονιστικές αλλαγές που απαιτούν από τις επιχειρήσεις να μειώσουν το ανθρακικό τους αποτύπωμα, ενδέχεται να συμβάλλουν σημαντικά στις αποφάσεις για αποεπενδύσεις στην Ευρώπη.
Η έρευνα της ΕΥ έδειξε, επίσης, ότι σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες (94%) επιβεβαιώνουν ότι οι αλλαγές στο τεχνολογικό πεδίο επηρεάζουν άμεσα τα σχέδια εκποιήσεων,σε σχέση με μόλις 59% πριν από την πανδημία. Τα δύο τρίτα (66%) δηλώνουν ότι η απόφαση για την πιο πρόσφατη εκποίηση τροφοδοτήθηκε από την υποαπόδοση του στοιχείου που αποεπενδύθηκε. Τα κεφάλαια που αντλήθηκαν από εκποιήσεις, διοχετεύθηκαν σε τεχνολογίες που υποστηρίζουν τη βασική δραστηριότητα της επιχείρησης(79%) και σε νέες αγορές, προϊόντα ή γεωγραφικές περιοχές που ισχυροποιούν τη θέση της (65%).
Οι διευθύνοντες σύμβουλοι πρέπει να καθορίσουν ποιες δραστηριότητες δεν εξυπηρετούν πλέον την εταιρική στρατηγική, λαμβάνοντας υπόψη το κατά πόσο δημιουργούν μακροπρόθεσμη αξία για τα ενδιαφερόμενα μέρη. Το 59% των CEOs αναγνωρίζουν ότι πρέπει να παρέχουν καλύτερη καθοδήγηση σχετικά με το ποιες δραστηριότητες είναι ζωτικής σημασίας και ποιες όχι, ενώ σχεδόν οι μισοί (44%) δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να εξηγήσουν το σκεπτικό τους για αποεπενδύσεις στο Διοικητικό Συμβούλιο και τα βασικά ενδιαφερόμενα μέρη. Ταυτόχρονα, μόλις το 37% θεωρούν ότι η ευθυγράμμιση με το όραμα ή την αποστολή της εταιρείας,αποτελεί παράγοντα για τον προσδιορισμό των εκποιήσεων.