Πέτρος Στεριώτης, Πιστοποιημένος από τις Κεφαλαιαγορές Ελλάδος και Κύπρου, μέλος της British Society of Technical Analysts, τέως CEO ευρωπαϊκών ΕΠΕΥ και υποψήφιος διδάκτωρ στα Χρηματοοικονομικά
Τα ισχυρά εταιρικά θεμελιώδη, η σταδιακή ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και η απουσία πολιτικού και δημοσιονομικού ρίσκου είναι κάποιοι από τους παράγοντες που οδήγησαν πρόσφατα το ελληνικό χρηματιστήριο σε υψηλά 13 ετών, επίπεδο από το οποίο απομακρύνεται, στο πλαίσιο της αυξημένης γεωπολιτικής και επιτοκιακής ανασφάλειας που ταλανίζει εσχάτως τις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Παρά τις, συνολικά, ευνοϊκές προϋποθέσεις συνέχισης του δομικού ράλι, το ΧΑ συνεχίζει να ταλαιπωρείται από παθογένειες, τις οποίες καλείται –επιτέλους– να υπερβεί ώστε να πορευθεί με επιτυχία προς το μέλλον. Συνοπτικά, τα σημαντικότερα ζητήματα που η ελληνική κεφαλαιαγορά καλείται να επιλύσει είναι:
1. Ο μικρός αριθμός ενεργών κωδικών ιδιωτών επενδυτών, παρά το προηγηθέν bull market. Αναγνωρίζουμε, βεβαίως, ότι η «φούσκα» του 1999 και η καταστροφική πορεία των δεικτοβαρών τραπεζικών και άλλων τίτλων την προηγούμενη δεκαετία έχουν δημιουργήσει «πληγές», που συνεχίζουν να αποστρέφουν πολλούς ιδιώτες από το ΧΑ. Την ίδια στιγμή, πολλοί από τους εν δυνάμει εγχώριους επενδυτές λιανικής έχουν τοποθετηθεί σε έντοκες επενδύσεις χαμηλών αποδόσεων, χαμηλότερων και από τις τρέχουσες μερισματικές διανομές κερδοφόρων εταιρειών.
Δεδομένου του «ιστορικού» και της… ψυχοσύνθεσης του μέσου Έλληνα επενδυτή, απαιτείται η απόκτηση επενδυτικής παιδείας που να βασίζεται στον οικονομικό αλφαβητισμό, στη φιλική, δηλαδή, προς τις επενδύσεις κουλτούρα, στο «άνοιγμα των ματιών» στις δυνατότητες που προσφέρουν επιλεγμένα προϊόντα των κεφαλαιαγορών, στο κόστος ευκαιρίας που η αποχή από αυτά ενέχει, αλλά και στην ανάγκη διαχείρισης της έκθεσης στο ρίσκο, που αναπόφευκτα χαρακτηρίζει κάθε επένδυση.
2. Η περιορισμένη σε όγκο συναλλαγών παρουσία θεσμικών επενδυτών, εγχώριων και ξένων, στη Λεωφόρο Αθηνών, παρά το γεγονός ότι «πρωταγωνιστούν» έναντι των ιδιωτών.
3. Οι συναλλαγές συγκεντρώνονται, γενικά, σε μικρό αριθμό τίτλων μεγάλης κεφαλαιοποίησης, με την αντίστοιχη μεσαία –πόσο μάλλον τη μικρή– κεφαλαιοποίηση να παίζει τον ρόλο του «φτωχού συγγενή». Προφανώς και η προσέλκυση χρήματος σε πρωτογενή και δευτερογενή αγορά δεν γίνεται με… το ζόρι και οι υποψήφιοι επενδυτές θέλουν «να δουν πράγματα» ώστε να επιλέξουν εναλλακτικούς τίτλους. Σίγουρα, πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι, από τις Διοικήσεις των εταιρειών μέχρι και τον «τελευταίο trader», να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, ώστε να δημιουργηθεί το απαιτούμενο επενδυτικό ενδιαφέρον, όμως η ύπαρξη νέων δυναμικών εισηγμένων στο ΧΑ οπωσδήποτε θα αυξήσει τις διαθέσιμες επιλογές.
4. Το χαμηλό free float αρκετών εισηγμένων.
5. Τα τέσσερα προαναφερθέντα σημεία προκαλούν τον, γνωστό και μη εξαιρετέο, χαμηλό όγκο συναλλαγών (όσοι αρθρογραφούμε, τον επικαλούμεθα πολύ συχνά) και τη χαμηλή εμπορευσιμότητα, που «ρηχαίνουν» την ελληνική αγορά, κατάσταση αποτρεπτική για «σοβαρότερη» επενδυτική συμμετοχή, καθώς η μεταβλητότητα αυξάνεται εκθετικά στις «δύσκολες μέρες», ενώ τα μεγάλα χαρτοφυλάκια δυσκολεύονται να «χτίσουν» ή να κλείσουν μεγαλύτερες μετοχικές θέσεις.
6. Συνολικά, είναι κρίμα να διαπιστώνεται (συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες) μια χαμηλού βαθμού διασύνδεση του ΧΑ με την ελληνική οικονομία, γεγονός που «μπλοκάρει» μια σημαντική πηγή άντλησης κεφαλαίων και κατ’ επέκταση τη συνολική οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η υπό προϋποθέσεις παροχή κινήτρων οικονομικής φύσεως (φορολογικών κ.λπ.) σε εν δυνάμει εισηγμένες και επενδυτές θα μπορούσε να αμβλύνει το πρόβλημα.
7. Σαν να μην έφθαναν οι εγγενείς αδυναμίες του ΧΑ, εξωχρηματιστηριακές πλατφόρμες συναλλαγών παρέχουν τη δυνατότητα έμμεσης αγοραπωλησίας και ελληνικών τίτλων μέσω των γνωστών πλέον CFD, εξέλιξη που αυξάνει τον ανταγωνισμό και πιθανώς περιορίζει τη θεσμική αξιοπιστία της εγχώριας κεφαλαιαγοράς.
Με βάση όλα τα παραπάνω, γίνεται σαφές ότι το rebranding της ελληνικής κεφαλαιαγοράς είναι αναγκαίο. Οι αγορές εξελίσσονται και το ΧΑ δεν «παίζει μπάλα» μόνο του. Οι διαπιστώσεις και τα ευχολόγια δεν φτάνουν. Πλέον, χρειάζεται η εφαρμογή γενναίων δράσεων και πολιτικών συγκεκριμένης στόχευσης και μακράς πνοής, οι οποίες θα αντιμετωπίσουν τις παθογένειες και θα αποδείξουν ότι το ΧΑ όντως αξίζει να ανήκει στις αναπτυγμένες αγορές. Ευελπιστούμε ότι, επιτέλους, θα γίνουν όσα πρέπει ώστε το ΧΑ να αποδιώξει τη «ρετσινιά» που συνεχίζει να το κατατρέχει και να αποτελέσει εφεξής βασικό πυλώνα οικονομικής ανάπτυξης, με τη συμμετοχή ενήμερων επενδυτών. Αυτή θα είναι η πραγματική και πολυπόθητη αναβάθμιση.