Απόσπασμα από συνέντευξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ και στην εκπομπή «Η Μεταπολίτευση σε πρώτο πρόσωπο» με τον δημοσιογράφο Φοίβο Καρζή
Φ. ΚΑΡΖΗΣ: Για πρώτη φορά μετά το 1974 η Ελλάδα έχει μπροστά της όχι γενικές επιδιώξεις και πολιτικές προτεραιότητες, αλλά ένα απόλυτα συγκεκριμένο και μετρήσιμο στόχο. Οι προϋποθέσεις είναι πολλές για τον πληθωρισμό και το δημόσιο χρέος ανάμεσα σε άλλα και χρειάζεται πρώτα να μπει στο προστάδιο της ευρωζώνης. Να συνδεθεί η ισοτιμία της δραχμής με εκείνη του κοινού νομίσματος.
Οι εταίροι είναι δύσπιστοι, αλλά προς έκπληξή τους οι περισσότεροι όροι εκπληρώνονται και έρχεται η στιγμή μιας τελικής διαπραγμάτευσης. Αυτή η διαπραγμάτευση θα συνοδευτεί από υποτίμηση κατά περίπου 14% και γι’ αυτό κρατιέται απόλυτα μυστική.
Αργότερα ο Υπουργός Οικονομικών και σήμερα Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο άνθρωπος που έχει αναλάβει την απόρρητη αποστολή στη Φρανκφούρτη τις προηγούμενες μέρες, είναι ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων ο Γιάννης Στουρνάρας που εκπροσωπούσε τότε τη χώρα στη Νομισματική Επιτροπή. Εκεί όπου έπρεπε να συμφωνηθούν οι όροι για την ένταξη της Ελλάδας στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, τον προθάλαμο του ευρώ.
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Ο Πρωθυπουργός τότε επειδή είχαν αρχίσει να μαζεύονται σύννεφα στην παγκόσμια οικονομία, θυμίζω την κρίση στη Νοτιοανατολική Ασία με τα νομίσματα. Πολλοί αναλυτές είχαν αρχίσει να λένε ότι αυτό θα μεταφερθεί και στις αδύναμες χώρες της ευρωζώνης, είπαμε λοιπόν να επιταχύνουμε τη διαδικασία ένταξης. Στη Νομισματική Επιτροπή εκπροσωπούσα εγώ την Ελλάδα ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, εκπροσωπώντας το Υπουργείο Οικονομικών, και ο Νίκος Γκαργκάνας Υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, εκπροσωπώντας την Τράπεζα της Ελλάδος.
Άρα, λοιπόν, ένα κομμάτι της τεχνικής διαπραγμάτευσης θα γινόταν στις Βρυξέλλες, στη Νομισματική Επιτροπή. Ένα άλλο κομμάτι το έκαναν οι κεντρικές τράπεζες. Δεν υπήρχε τότε Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επομένως υπήρχε ένας συντονισμός των κεντρικών τραπεζών. Να επαναλάβω, λοιπόν, ο Πρωθυπουργός, ο Υπουργός Οικονομικών, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων και ο Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος – θεσμικά και τυπικά εμείς είχαμε την αρμοδιότητα.
Βέβαια στην εικόνα μπήκαν και άλλοι. Μπήκε και ο έτερος υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο Τάκης Θωμόπουλος, ο Τάσος Γιαννίτσης, τότε ο οικονομικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού και, αν θυμάμαι καλά, εκεί κλείνει η ομάδα διαπραγμάτευσης. Ελπίζω να μην άφησα κανέναν έξω.
Υπήρχαν και άλλοι βέβαια που συμμετείχαν: ο Υφυπουργός Νίκος Χριστοδουλάκης, ο Γιώργος Δρυς. Αυτοί βέβαια δεν συμμετείχαν στην ομάδα διαπραγμάτευσης, ούτε ήξεραν, διότι την υποτίμηση όσοι λιγότεροι τη γνωρίζουν τόσο καλύτερα. Είχαμε εντολές ότι δεν θα το πούμε ούτε στις συζύγους μας. Αυτό μας είχε λεχθεί από την αρχή: ότι εμείς οι πέντε και κανείς άλλος και το τηρήσαμε μέχρι τέλος αυτό.
Έγιναν παρεξηγήσεις μετά, γιατί δεν μας το είπατε, ξέρεις την υποτίμηση δεν τη λες. Είχαμε απόλυτη σιγουριά στις δυνάμεις μας, τεχνοκρατικά είχαμε προετοιμαστεί, είχαμε επιτελείο. Ξέραμε τι θέλαμε να ζητήσουμε και νομίζω ότι έγινε σωστή διαπραγμάτευση. Διαφορές πάντα υπήρχαν και ακόμα υπάρχουν. Ακόμα ένα μέλος της ομάδας θεωρεί ότι έπρεπε να μπούμε με χαμηλότερη ισοτιμία, δηλαδή με μεγαλύτερη υποτίμηση. Αυτό ήταν μεγάλο λάθος, και απερρίφθη και την εποχή εκείνη, και τώρα το λέω με το όφελος της στερνής γνώσης, νομίζω ότι η ισοτιμία που μπήκαμε τότε ήταν η άριστη.
Φ. ΚΑΡΖΗΣ: Στην τελική ευθεία, την άνοιξη του 1998, μια σειρά από ταξίδια γίνονται σε μυθιστορηματικές συνθήκες συνωμοτικότητας, με διαφορετικά εισιτήρια και διαφορετικούς αρχικούς προορισμούς για τους συμμετέχοντες, ώστε ούτε τα γραφεία τους και προπάντων οι δημοσιογράφοι να μην υποψιαστούν τον σκοπό τους.
Οι αποφάσεις παίρνονται στις Βρυξέλλες, αλλά όπως μάθαμε καλά αργότερα, πρώτα πρέπει να πάει κανείς στη Γερμανία, στη Φρανκφούρτη.
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Η Γερμανία πάντα έπαιζε έναν σημαντικό ρόλο. Η Γαλλία ήταν πιο φιλική προς εμάς και στις δικές μας θέσεις πάντα. Η Γερμανία ήθελε να κάνουμε τότε μεγαλύτερη υποτίμηση και έπρεπε να πείσουμε τους βασικούς παράγοντες και ειδικά τον ομόλογό μου στη Νομισματική Επιτροπή Γιούργκεν Σταρκ, θυμάμαι ήταν τότε Υφυπουργός Οικονομικών, αλλά και άλλους παράγοντες ότι η ισοτιμία που θέλαμε εμείς ήταν η σωστή, γιατί ήταν μια ισοτιμία η οποία παλαντζάριζε την ανταγωνιστικότητα με τον πληθωρισμό και με την καθαρή θέση των τραπεζών. Εμείς τα είχαμε λάβει και τα τρία αυτά υπόψη. Χρειάστηκαν δυο στις Βρυξέλλες για να γίνει μέχρι την τελική λήψη της απόφασης.
Θα σας πω ένα αστείο εδώ. Ο Ισπανός ομόλογός μου τότε του Υπουργείου Οικονομικών ήταν ο Χάιμε Καρουάνα. Ένα μήνα πριν είχαμε πάει στις Βρυξέλλες για τον ίδιο λόγο, για να αποκτήσει κεντρική ισοτιμία η Ιταλία. Είχε βγει τότε με το θέμα της βρετανικής λίρας, εάν θυμόσαστε, είχαν γίνει θέματα στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ο Χάιμε, ένας άνθρωπος με πολύ μεγάλο χιούμορ, είμαστε πολύ φίλοι ακόμα, μου φέρνει ένα χαρτί. Μου λέει θέλω να μου υπογράψεις αυτό το χαρτί. Λέω τι είναι; Μου λέει είναι μια υπεύθυνη δήλωση. Λέω υπεύθυνη δήλωση, για ποιο λόγο; Στη γυναίκα μου, μου λέει, τη δείχνω, γιατί μου λέει το προηγούμενο Σαββατοκύριακο στις Βρυξέλλες, πάλι στις Βρυξέλλες, δεν μου λες, τι γίνεται εδώ;
Φ. ΚΑΡΖΗΣ: Αυτό που γίνεται είναι ότι η Ελλάδα αλλάζει κατηγορία. Η ένταξη στον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών στις αρχές του 1998, είναι για την ελληνική οικονομία το ισοδύναμο του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, για τους θεσμούς. Μια τομή στην ιστορική διαδρομή. Όχι μόνο στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, αλλά και από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και το φοίνικα, το πρώτο νόμισμα του ελεύθερου ελληνικού κράτους που έκοψε ο Καποδίστριας. Για τον τότε Πρωθυπουργό είναι μια πλήρης ανάκαμψη δύο χρόνια μετά τα Ίμια.
«Κ. ΣΗΜΙΤΗΣ: Από σήμερα η δραχμή συμμετέχει στον μηχανισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμμετοχή της ήταν απαραίτητη και κρίσιμη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της θετικής πορείας της οικονομίας μας. Είναι βήμα στο πλαίσιο της ευρύτερης στρατηγικής που ακολουθούμε, για την τελική επίτευξη του οικονομικού και πολιτικού μας στόχου, τη συμμετοχή μας στην ΟΝΕ»
Φ. ΚΑΡΖΗΣ: Είναι Σάββατο 14 Μαρτίου 1998 και μια από τις σημαντικότερες ημερομηνίες στη μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας. Εκείνη την ημέρα ο Στουρνάρας ενημέρωσε τον Πρωθυπουργό πως η συμφωνία είχε κλείσει και η κυβέρνηση είχε πετύχει τον μεγαλύτερο στόχο της.
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Η τελική διαπραγμάτευση γίνεται πάντα Σάββατο για να έχουν κλείσει οι αγορές, να μην υπάρχουν διαρροές. Φύγαμε Σάββατο με τον Νίκο Γκαργκάνα και με τους βοηθούς μας και πήγαμε στις Βρυξέλλες και ξεκινάει από το πρωί η διαπραγμάτευση, όπου γίνεται μια επισκόπηση της ελληνικής οικονομίας, αν είναι έτοιμη η ελληνική οικονομία να μπει, όταν καταλήξαμε ότι είναι έτοιμη αρχίσαμε πια να μιλάμε για τα ποσοστά.
Εκεί η ελληνική πλευρά είχε συγκεκριμένη άποψη για το ποια έπρεπε να είναι η κεντρική ισοτιμία και αυτή διαπραγματευτήκαμε. Φτάσαμε πολύ κοντά. Το βράδυ, τα μεσάνυχτα περίπου, ο μόνος ο οποίος δεν είχε πειστεί ήταν ο Γερμανός, εάν θυμάμαι καλά, ομόλογός μου, ο Γιούργκεν Σταρκ ο οποίος είπε ναι, αλλά θα πρέπει όμως για να το δεχτούμε αυτό να πάρετε μια σειρά από διαρθρωτικά μέτρα, μεταξύ των οποίων να λύσουμε την ώρα εκείνη και το ασφαλιστικό σύστημα. Κάτι για το οποίο δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένος. Θα το κάναμε αυτό, αλλά θα το κάναμε μετά και πολύ πιο συστηματικά.
Και θυμάμαι βγήκα έξω να πάρω τηλέφωνο. Ο Πρωθυπουργός ήταν μαζί με τον Γιάννο Παπαντωνίου τότε και μου είπαν στα αστεία ότι, εάν στο περάσουν αυτό, καλύτερα μείνε στις Βρυξέλλες. Μην επιστρέψεις. Οπότε καταλάβατε. Μπήκα μέσα και το είπα έτσι. Τότε ήταν Πρόεδρος της Νομισματικής Επιτροπής ο σερ Νάιτζελ Γουίκς, ένας απίστευτος Βρετανός, ήταν Permanent Undersecretary of the Treasury της Μάργκαρετ Θάτσερ, αλλά άνθρωπος με πολύ μεγάλη ιστορική γνώση, ιστορικός ήταν, ήθελε να πετύχει το ευρώ, παρότι ήταν Βρετανός και είπε την έκφραση «κατανοητό». Και είπε προχωράμε. Και έτσι έγινε δεκτή η ισοτιμία και βγήκα ενημέρωσα τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Οικονομικών και έτσι ανακοινώθηκε στην Αθήνα μετά.