Η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα διαμορφώνουν τις πραγματικές αμοιβές στην Ελλάδα…

0

Του ΧΡΗΣΤΟΥ Ν. ΚΩΝΣΤΑ

Οι διεθνείς οργανισμοί δεν πείθονται από την ενθουσιώδη κυβερνητική ρητορική για την “Ελλάδα που άλλαξε σελίδα” ούτε διαβάζουν τις επί πληρωμή αναλύσεις επενδυτικών οίκων, με φιλικές διαθέσεις για τα επιτεύγματα της οικονομικής πολιτικής.

Οι αριθμοί αμείλικτοι, απεικονίζουν την πραγματικότητα και υποβιβάζουν διαρκώς την Ελληνική οικονομία σε όλους τους δείκτες οικονομικής ανάπτυξης.

Μετά τα πρωτεία στη διαφθορά που μας απένειμε η Διεθνής Αμνηστία και το παγκόσμιο πρωτάθλημα στην αύξηση φορολογικών επιβαρύνσεων σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, νεότερα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης δείχνουν ότι στην Ελλάδα -παρά τη δραματική μείωση των μισθών- η παραγωγικότητα της εργασίας όχι μόνο δεν βελτιώνεται αλλά επιδεινώνεται.

Η κατάταξη του ΟΟΣΑ μετρά την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά ώρα εργασίας. Με βάση τα στοιχεία του 2017 που μελέτησε ο ΟΟΣΑ η Ελλάδα καταλαμβάνει μόλις την 29η θέση σε σύνολο 36 κρατών στην παραγωγικότητα εργασίας. Μετά την Ελλάδα, ακολουθούν η Πολωνία, η Εσθονία, η Νότια Κορέα, η Λετονία, η Ουγγαρία, η Χιλή και το Μεξικό.

Είναι εντυπωσιακό ότι για μία ακόμη χρονιά, η αυξημένη παραγωγικότητα δεν καταγράφεται σε κάποια τριτοκοσμική χώρα χαμηλών ημερομισθίων. Την πρώτη θέση στον πίνακα κατάταξης της παραγωγικότητας εργασίας καταλαμβάνει η Ιρλανδία, με δεύτερο το Λουξεμβούργο ενώ ακολουθούν η Νορβηγία, η Δανία, η Αυστρία και η Γερμανία.

O δείκτης παραγωγικότητας με την Ελλάδα να κατρακυλά έρχεται να συμπληρώσει τον δείκτη ανταγωνιστικότητας και να δώσει επιχειρήματα σ’ αυτούς που θεωρούν ότι η ξαφνική, βίαιη και αλόγιστη αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα κατά 11% που ανακοίνωσε σε προεκλογικούς τόνους η κυβέρνηση, στερείται βάσης και λογικής.

Σε όλες τις χώρες οι ελάχιστες αμοιβές προσδιορίζονται μετά από διαδικασίες, μελέτες, συγκρίσεις, έρευνες και κυρίως με βασικό κριτήριο την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν.

Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα έπρεπε να αυξηθεί. Ήταν κοινωνικά και οικονομικά επιβεβλημένο να ανακοινωθεί η αύξησή του. Το ερώτημα είναι πόσο και γιατί…

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ, o κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο 33% του μέσου μισθού, σε σχέση με το 43% στην περίπτωση της Πορτογαλίας και το 34% στην περίπτωση της Ισπανίας. . Ακόμα και στη Ρουμανία, ο κατώτατος μισθός αντιστοιχεί στο 44% του μέσου μισθού. Στο σύνολο του ΟΟΣΑ, ο κατώτατος μισθός αντιστοιχεί στο 47% του μέσου μισθού. Συνεπώς, μία αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα ήταν δικαιολογημένη βάσει διεθνών συγκρίσεων.

Από την άλλη όμως πλευρά -κι αυτό έχει τη σημασία του- η Ελλάδα σήμερα παραδόξως έχει τον υψηλότερο κατώτατο μισθό στην Ευρώπη, με βάση το κατά κεφαλή ΑΕΠ.

Ο δείκτης είναι απλός: Στον αριθμητή μπαίνει ο διοικητικά καθορισμένος κατώτατος μισθός. Στον παρονομαστή το -κατά κεφαλή- Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν.

Πριν από την αύξηση κατά +10,92% που ανακοίνωσε διθυραμβικά στο Υπουργικό Συμβούλιο ο Πρωθυπουργός, η Ελλάδα με βάση αυτό τον Δείκτη είχε τον δεύτερο υψηλότερο κατώτατο μισθό στην Ευρώπη, μετά τη Γαλλία.

Η ανακοίνωση του Πρωθυπουργού ανέβασε την Ελλάδα στην υψηλότερη θέση του βάθρου.

Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη κατώτατη αμοιβή στην Ευρώπη σε σύγκριση με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

Το παράδειγμα της Πορτογαλίας που επικαλείται διαρκώς η κυβέρνηση είναι χρήσιμο.

Στην Πορτογαλία από το 2014 μέχρι το 2017 οι κατώτατες αμοιβές αυξήθηκαν κατά +15%. Ακριβώς ίδια ήταν όμως και η αύξηση του Πορτογαλικού ΑΕΠ την ίδια περίοδο.

Στην Ελλάδα, κατά την τριετία 2009-2011, ο κατώτατος μισθός βρέθηκε μέχρι και 12,6% υπεράνω των αντοχών της οικονομίας. Αυτό συνέβαλε σε μεγάλη αύξηση της ανεργίας.

Στην μνημονιακή τριετία 2012-2014 επιβλήθηκε μια βίαιη προσαρμογή του κατώτατου μισθού προς τα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας.

Το 2018, έκλεισε με τον κατώτατο μισθό να κινείται κατά 1% κάτω από τις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας.

Αντί λοιπόν να ανακοινωθεί μια σταδιακή ανοδική προσαρμογή στις αμοιβές σύμφωνα με την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, ήρθε η προεκλογική ανακοίνωση του +10,92% στα 650 Ευρώ…