γράφει ο Ηλίας Λεκκός
Μέσα σε ένα παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από χαμηλή και επιβραδυνόμενη ανάπτυξη και βραδύτερη της αναμενόμενης πτώση των πληθωριστικών πιέσεων, η οικονομία των ΗΠΑ εξακολουθεί να διαψεύδει τις προβλέψεις μας (όπως και του consensus) για σταδιακή αποθέρμανση καταγράφοντας ρυθμούς ανάπτυξης 2,1% το B΄ τρίμηνο του 2023.
Η ανάπτυξη αυτή στηρίζεται κυρίως -εάν όχι αποκλειστικά- στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και της ισχυρής αγοράς εργασίας, η οποία μεταφράζεται σε συνεχιζόμενη αύξηση των θέσεων απασχόλησης και των αμοιβών των εργαζόμενων.
Ωστόσο, ακόμα και η «ακαταπόνητη» αμερικανική οικονομία δεν μπορεί να συνεχίζει να αψηφά τους νόμους της βαρύτητας για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς μια σειρά μακροοικονομικών δεικτών καταδεικνύουν μια αργή, αλλά, συστηματική κόπωση της οικονομίας.
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο της ομαλής επιβράδυνσης, η οικονομία της Ευρωζώνης βρίσκεται σε πολύ χειρότερη μοίρα.
Παράλληλα με την πτώση της μεταποίησης (η οποία είναι κοινή με τις ΗΠΑ), η Ευρωζώνη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πολύ αδύναμη ιδιωτική κατανάλωση, η οποία επιβαρύνει όχι μόνο τις πωλήσεις λιανικής αλλά και ολόκληρο τον τομέα των υπηρεσιών.
Επιπρόσθετα και η πολλά υποσχόμενη ανάκαμψη της οικονομίας της Κίνας δεν έχει υλοποιηθεί, στερώντας από την οικονομία της Ευρωζώνης ένα ακόμα «αναπτυξιακό μέρισμα».
Τέλος και ο πληθωρισμός, παρά το γεγονός ότι έχει υποχωρήσει από τα υψηλά του 2022, εξακολουθεί να παραμένει στο 4,3%, ποσοστό απαράδεκτα υψηλό για τα δεδομένα και τους στόχους της ΕΚΤ.
Με βάση λοιπόν τα υφιστάμενα στοιχεία, το «θετικό» σενάριο για την Ευρωζώνη είναι αυτό της ήπιας κυκλικής ύφεσης, με την περαιτέρω πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και των εισοδημάτων να συνοδεύεται και από την επιστροφή του πληθωρισμού στα επίπεδα του 2%.
Παρά την προβλεπόμενη ύφεση, η θετική πλευρά του σεναρίου αυτού είναι ότι η συνεπακόλουθη επιστροφή του πληθωρισμού στο 2% θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να χαλαρώσει τη νομισματική της πολιτική δίνοντας κάποιες ανάσες στην Ευρωπαϊκή οικονομία.
Το εναλλακτικό σενάριο για την Ευρωζώνη είναι το ακόμα πιο απαισιόδοξο και επίπονο σενάριο του στασιμοπληθωρισμού.
Υπό αυτό το σενάριο, εξωγενείς παράγοντες (όπως π.χ. υψηλές τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου) θα διατηρήσουν τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που θα περιορίσει τα περιθώρια μείωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Στο σενάριο αυτό, η οικονομική στασιμότητα συνδυάζεται αναγκαστικά με περιοριστική νομισματική πολιτική, μειώνοντας σημαντικά τις πιθανότητες οικονομικής ανάκαμψης.
Τέλος, πέρα από τις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη, η οικονομία της Κίνας φαίνεται ότι δυσκολεύεται να ανακτήσει τον προ-πανδημίας δυναμισμό της, παρασέρνοντας, όπως προαναφέραμε, σε στασιμότητα και τις οικονομίες του πυρήνα της Ευρωζώνης.
Η προσπάθεια από πλευράς κινεζικής ηγεσίας να κατευθύνει την οικονομία σε τομείς που εξυπηρετούν τους δικούς τους πολιτικούς σκοπούς και γεωστρατηγικούς στόχους, σε συνδυασμό με την ύφεση στην αγορά κατοικίας, εγκλωβίζει την Κίνα σε χαμηλούς (για τα κινεζικά δεδομένα) ρυθμούς ανάπτυξης.
Η χαμηλή ανάπτυξη σε συνδυασμό με τον αντιπληθωρισμό δημιουργεί πλέον εύλογους φόβους για πιθανό εγκλωβισμό της Κίνας σε μια δίνη «υφεσιακής υπερχρέωσης», όπου η εξυπηρέτηση συσσωρευμένων δανειακών υποχρεώσεων αφαιρεί πόρους από την κατανάλωση και τις επενδύσεις, γεγονός που οδηγεί σε περαιτέρω ύφεση, η οποία δημιουργεί αντιπληθωρισμό κ.ο.κ
Συμπερασματικά λοιπόν, σύμφωνα με το βασικό μακροοικονομικό μας σενάριο, στο προσεχές διάστημα αναμένουμε υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας στις ΗΠΑ, με παράλληλη πτώση του πληθωρισμού στα επίπεδα του 2,5% -2%, γεγονός που θα επιτρέψει στη Fed να εκκινήσει τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής μεταξύ Q2 και Q3 του 2024.
Ταυτόχρονα, η Ευρωζώνη θα βιώσει μεγαλύτερη υποχώρηση της οικονομίας αλλά και βραδύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Αυτό θα έχει ως συνέπεια τη μεταγενέστερη της Fed πτώση του επιτοκίου της ΕΚΤ τουλάχιστον κατά ένα τρίμηνο δηλαδή από Q3 ή Q4 του 2024. Από τη (Μακρο) Οικονομία στις Αγορές:
Μένοντας Πιστοί στη Στρατηγική μας
Όπως πάντα η ανάγνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος καθορίζει -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- την κατεύθυνση της επενδυτικής μας στρατηγικής.
Πιο συγκεκριμένα, η προσδοκία για πτωτική πορεία ανάπτυξης και πληθωρισμού σε συνδυασμό με τις αναμενόμενες μειώσεις επιτοκίων από τη Fed και την απότομη άνοδο των ομολογιακών αποδόσεων- πιστεύουμε ότι δημιουργεί ένα πολύ θετικό περιβάλλον για τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Το θετικό αυτό κλίμα -με κάποια χρονική υστέρηση λόγω μεταγενέστερης αντίδρασης της ΕΚΤ- αναμένουμε να μεταδοθεί και στα κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους θεωρούμε ότι οι μετοχικές αγορές θα προβούν σε πτωτική αναθεώρηση των εκτιμήσεων τους τόσο για την εταιρική κερδοφορία (δηλαδή τα κέρδη ανά μετοχή, EPS) όσο και για την αποτίμηση του μετοχικού κινδύνου (δηλαδή το P/E).
Ο συνδυασμός της καθοδικής αναθεώρησης τόσο του EPS όσο και του P/E πιστεύουμε ότι θα δημιουργήσει ένα αρνητικό κλίμα για τις μετοχικές αξίες στις ΗΠΑ και πολύ περισσότερο στην Ευρωζώνη.
Ταυτόχρονα με την υποεπένδυση μας σε μετοχές δίνουμε έμφαση σε αμυντικούς κλάδους όπως των εταιρειών κοινής ωφέλειας οι οποίες αναμένουμε να παρουσιάσουν μεγαλύτερες αντιστάσεις.
Για τις μετοχές των αναδυόμενων αγορών παραμένουμε πιο ουδέτεροι εξαιτίας των ήδη χαμηλών αποτιμήσεων τους. Με μικρές διαφοροποιήσεις υιοθετούμε μια ανάλογη αρνητική άποψη και στα εταιρικά ομόλογα -δεδομένης της υψηλής συσχέτισης των εταιρικών spreads με την πορεία -και κυρίως τη μεταβλητότητα- των μετοχικών αγορών.
Τέλος για το δολάριο περιμένουμε να ευνοηθεί σε αυτό το περιβάλλον αρνητικής οικονομικής συγκυρίας και αυξημένης διάθεσης αποφυγής λήψης υψηλού επενδυτικού ρίσκου. Ρίσκα γύρω από τις απόψεις μας
Τα βασικά ρίσκα τα οποία μπορούν να οδηγήσουν τις αγορές σε αντίθετη κατεύθυνση είναι κατά τη γνώμη μου δύο :
α) ισχυρότερες του αναμενόμενου επιδόσεις της οικονομίας των ΗΠΑ, γεγονός που θα ευνοήσει τις μετοχές και θα είναι αρνητικό για τα ομόλογα καθώς θα ενδυναμωθεί το επιχείρημα για υψηλότερα επιτόκια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και
β) διατήρηση ή και αύξηση του πληθωρισμού λόγω εξωγενών παραγόντων (π.χ. υψηλότερες τιμές ενέργειας) γεγονός που θα παρατείνει την περιοριστική πολιτική των κεντρικών τραπεζών και θα έχει αρνητικές επιδράσεις σε όλο το φάσμα των επενδύσεων (μετοχές, κρατικά και εταιρικά ομόλογα) εκτός των επενδύσεων σε μετρητά.