Τεκμηριωμένες εκτιμήσεις τοποθετούν την αύξηση της ζήτησης συγκεκριμένων ορυκτών στο ορατό μέλλον. Για τον εξορυκτικό όμως κλάδο η ιδέα του δεκαπλασιασμού της παραγωγής ενός ορυκτού μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια θεωρείται επιεικώς κωμική.

Μερικά εξ αυτών των ορυκτών την τελευταία πενταετία έχουν δει τις τιμές τους να εμφανίζουν διακύμανση από -50%  μέχρι και + 100%.  Άρα και η οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη εκτίμηση της τιμής προκειμένου να αξιολογηθεί η βιωσιμότητα μιας επένδυσης προϋποθέτει στοιχεία μαντικής.

Τα παραπάνω τόνισε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων κ. Κώστας Γιαζιτζόγλου στο συνέδριο του ΕΑΓΜΕ στην Αθήνα.

Απαντώντας σε ερώτηση  ποιοι πρέπει να είναι οι στόχοι της Μεταλλευτικής Έρευνας τόνισε μεταξύ άλλων: «Από την επιστημονική σκοπιά, οι στόχοι της μεταλλευτικής έρευνας καθορίζονται από την ανάγκη να προσδιοριστεί τι  συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια του εδάφους.»

Υπάρχουν ορυκτά των οποίων η παγκόσμια ετήσια κατανάλωση είναι μερικές δεκάδες τόνοι και ορυκτά των οποίων η παγκόσμια ετήσια κατανάλωση είναι μερικές δεκάδες εκατομμύρια τόνοι. Αντίστοιχα υπάρχουν ορυκτά των οποίων η συνολική ετήσια αξία είναι μερικές δεκάδες εκατομμύρια και ορυκτά των οποίων η συνολική ετήσια αξία είναι μερικές εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ.  Ενώ είναι σχετικά εύκολο για τα ορυκτά  αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ να εκτιμήσει κανείς τον αντίκτυπό τους στην παγκόσμια οικονομία, δε συμβαίνει το ίδιο για ορυκτά πολύ μικρής αξίας.  Παρότι εκ πρώτης όψεως φαίνονται λιγότερο σημαντικά, παίζουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο σε συγκεκριμένες τεχνολογίες, επηρεάζοντας πολύ μεγαλύτερα μεγέθη.

Τέλος, στην Ευρώπη το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας,  που αποτελεί  μια βασική παράμετρο του κόστους παραγωγής, έχει ξεφύγει από κάθε λογική.   

Όλα αυτά δημιουργούν μια τεράστια αβεβαιότητα, την οποία δεν υπάρχει καμία περίπτωση να διαχειριστούν οι αδύναμες και βραχυπρόθεσμου ορίζοντα κυβερνήσεις των δυτικών κρατών, ή η εξ ίσου κοντόφθαλμη ηγεσία των Βρυξελλών.

«Άρα βρισκόμαστε μπροστά σε εντελώς νέα δεδομένα για το τι σημαίνει ‘οικονομικά βιώσιμο κοίτασμα’ με προφανείς συνέπειες και στις επιλογές για την μεταλλευτική έρευνα.»

Δεν είναι καινούργιο το ερώτημα για το κατά πόσον θα πρέπει να επενδύονται δημόσιοι πόροι προκειμένου να εντοπιστεί ένα αγαθό, το οποίο στη συνέχεια θα το αξιοποιήσει ιδιώτης με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Το βασικό κριτήριο για το αν ένα κομμάτι της έρευνας πρέπει να είναι δημόσιο ή όχι είναι το ρίσκο. Ο ιδιώτης επενδυτής γενικά είναι διατεθειμένος να πάρει ρίσκο εφόσον μπορεί να το υπολογίσει. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρχουν τα βασικά δεδομένα, τα οποία επειδή απαιτούν και αρκετό χρόνο και σημαντική δαπάνη για να γίνει η συλλογή τους, πρέπει να αποτελούν αντικείμενο των δημοσίων επενδύσεων. 

Όπως επισήμανε χαρακτηριστικά ο Πρόεδρος του ΣΜΕ, οι παράμετροι αβεβαιότητας έχουν αυξηθεί εκθετικά κάτι που κάνει ακόμα περισσότερο κρίσιμη την κρατική συνδρομή.   

Την ίδια στιγμή, έστω και έμμεσα, συνομολογείται μέσα από την πρωτοβουλία για τις κρίσιμες και στρατηγικές πρώτες ύλες, ότι τα κριτήρια για την ανάπτυξη εξορυκτικών δραστηριοτήτων δεν μπορεί να είναι μόνο οικονομικά. Είναι προφανές ότι εάν οι επενδύσεις στην εξόρυξη σε κρίσιμες και στρατηγικές πρώτες ύλες ήταν οικονομικά βιώσιμες, δε θα χρειαζόταν καμία παρέμβαση και προτροπή από την πλευρά των Βρυξελλών. 

Η οικοδόμηση μιας μονοκρατορίας σε μια σειρά από συγκεκριμένες και επιλεγμένες ορυκτές πρώτες ύλες από μια συγκεκριμένη ομάδα κρατών, έχει καταστήσει την εξόρυξη κομμάτι του στρατηγικού οπλοστασίου στη διεθνή γεωπολιτική σκηνή. Συνεπακόλουθα, δεδομένου του ότι η έρευνα ουσιαστικά είναι το πρώτο βήμα για την εξορυκτική δραστηριότητα, είναι προφανές ότι και αυτή πρέπει να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί με κριτήρια πέραν της στενά οικονομικής βιωσιμότητας. 

Για να μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να  αναστρέψει την κατάσταση σε ότι αφορά την εξάρτηση από τις ορυκτές πρώτες ύλες πρέπει να κάνει τρία πράγματα. Κατ’ αρχήν να υιοθετήσει και να ακολουθήσει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική. Δεύτερον να δεσμεύσει πόρους και να τους διαθέσει με τέτοιον τρόπο ώστε να αντιμετωπίσει το σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που έχει η εξορυκτική δραστηριότητα επί ευρωπαϊκού εδάφους. Τέλος να συνειδητοποιήσει ότι δε διαθέτει τους απαραίτητους μηχανισμούς για να μπορεί να ασκήσει κεντρικό έλεγχο στις αποφάσεις που παίρνονται για τους κρίσιμους ορυκτούς πόρους.  

Όλα δε αυτά πρέπει να συμβούν σε ένα περιβάλλον όπου η κοινή γνώμη θεωρεί την εξορυκτική δραστηριότητα ενοχλητική  και μη απαραίτητη. Εύλογα αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει περίπτωση στην σημερινή πραγματικότητα να βρεθεί κυβέρνηση που θα δεσμεύσει πόρους για έρευνα σε ορυκτά.