Ενώ το «ορόσημο» του Eurogroup της 21ης Ιουνίου δεν απέχει πλέον παρά λιγότερο από έναν μήνα, το τοπίο όσον αφορά στην επίτευξη συμφωνίας για την «επόμενη ημέρα» της ελληνικής οικονομίας παραμένει «θολό», με τη διαφωνία Βερολίνου-ΔΝΤ σε μια σειρά από ζητήματα να κυριαρχεί και το Ταμείο να αποφασίζει τη στάση του αυτές τις ημέρες.
Στις τάξεις των δανειστών, τις τελευταίες 2-3 εβδομάδες, κερδίζει ολοένα έδαφος η άποψη πως η έξοδος της Ελλάδας από το τρίτο μνημόνιο καλό θα ήταν να συνοδεύεται με μια πιστοληπτική γραμμή χαλαρότερης ή ενισχυμένης μορφής. Η συζήτηση, μάλιστα, έχει επικεντρωθεί στο συγκεκριμένο θέμα και στον τρόπο με τον οποίο η Αθήνα θα «πειστεί» για την αναγκαιότητα και αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης φόρμουλας.
Οι πρόσφατες αναταράξεις στις αγορές κρατικών τίτλων της ευρωπεριφέρειας, με επίκεντρο τις εξελίξεις στην Ιταλία, η γενικότερη επιβάρυνση του επενδυτικού ρίσκου συνολικότερα για την ευρωζώνη και η προοπτική πολιτικών αναταράξεων στον δρόμο προς τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019 (23-26 Μαΐου) έρχονται να ενισχύσουν τη σταθερή θέση της ΕΚΤ και της πλευράς Ντράγκι πως η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές δεν μπορεί να γίνει με μόνη εγγύηση ένα «μαξιλάρι ρευστότητας», ακόμη κι αν μέχρι τις 20 Αυγούστου θα έχουν συγκεντρωθεί πάνω από 25 δισ. ευρώ.
Πρακτικά, αυτή τη στιγμή, το περίφημο capital buffer έχει ήδη περίπου 20 δισ. μαζί με τα κατατεθειμένα διαθέσιμα φορέων/ταμείων στην Τράπεζα της Ελλάδος, πλην όμως ο σχεδιασμός του οικονομικού επιτελείου και του ΟΔΔΗΧ για ακόμη δύο νέες εκδόσεις ομολόγων σκοντάφτει στο «τείχος» των υψηλών αποδόσεων που έχουν πάρει και πάλι οι κρατικοί τίτλοι. Η επιβάρυνση της απόδοσης του 10ετούς από το 3,85% στο 4,55% μέσα σε μόλις μία εβδομάδα καταδεικνύει το πόσο ευπαθείς και ευάλωτες είναι όχι μόνο η ελληνική αγορά, αλλά συνολικότερα όλη η ζώνη από Αθήνα μέχρι Λισαβόνα, με τη Ρώμη το τελευταίο διάστημα να δημιουργεί αναταράξεις και να προκαλεί αύξηση της ρευστότητας. Δηλαδή ό,τι χειρότερο για την Αθήνα και τον σχεδιασμό του οικονομικού επιτελείου στην τελική ευθεία προς την πολυπόθητη «έξοδο από τα μνημόνια».
Η επιβάρυνση του επενδυτικού περιβάλλοντος είναι ο υπ’ αριθμόν ένα ανασχετικός παράγοντας για την ελληνική πλευρά, ταυτόχρονα όμως το ισχυρότερο επιχείρημα για την πλευρά Ντράγκι, που θέλει κάποια, έστω χαλαρής μορφής, εγγύηση, πιστωτική γραμμή, έναν μηχανισμό έκτακτης υποστήριξης εάν και εφ’ όσον ξεφύγει η κατάσταση.
Ωστόσο, όπως μας εξηγούσαν πηγές της ΕΚΤ, οι λόγοι που η Φραγκφούρτη επιθυμεί μια τέτοια πιστωτική γραμμή είναι:
- Η σιγουριά πως η χώρα θα έχει πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση στην περίπτωση κινδύνου. Το «μαξιλάρι» δεν αρκεί παρά μόνο μέχρι το τέλος του 2019, έτος εκλογικό και, πιθανόν, σημαντικών πολιτικών εξελίξεων (ανάλογα με τα αποτελέσματα του Μαΐου).
- Η ασφάλεια που θα μπορούσε να δοθεί στις «αγορές» για φθηνότερες εκδόσεις ομολόγων, από τη στιγμή που θα υπάρχει μια μορφή εγγύησης/κάλυψης. Άλλωστε, για τις «αγορές», η ύπαρξη (ακόμη και προληπτικής) γραμμής στήριξης θεωρείται από μόνη της θετική ένδειξη δημοσιονομικής σταθερότητας, επομένως θα μπορούν να δανείζουν με ανεκτά επιτόκια. Αυτό θα διευκολύνει και την ΕΚΤ να υποστηρίξει τις 4 συστημικές τράπεζες σε μια συγκυρία κατά την οποία μειώνεται θεαματικά η εξάρτησή τους από τον ακριβό ELA.
- Η ύπαρξη «πιστωτικής γραμμής» παραπέμπει σε επιτήρηση/παρακολούθηση κατά τον Ευ. Τσακαλώτο, αναφορικά με την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων (κυρίως έλλειμμα), μέχρι να αποπληρωθεί το 75% του δανεισμού προς τους θεσμικούς πιστωτές (δηλαδή στο διηνεκές…).
- Την ίδια περίοδο, «μαίνεται» η αντιπαράθεση Βερολίνου-ΔΝΤ για το μείζον θέμα του χρέους, με τη γερμανική πλευρά να εμμένει στην άτεγκτη δημοσιονομική πολιτική της, τη στιγμή που ούτε η Άγκελα Μέρκελ είναι η σιδηρά καγκελάριος των προηγούμενων ετών, ούτε ο Όλαφ Σολτς ένας… Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αλλά ούτε και οι συσχετισμοί στην ευρωσκακιέρα οι ίδιοι που ήταν μέχρι το φθινόπωρο του 2017.
Το Βερολίνο θέλει το Ταμείο στο πρόγραμμα, αλλά δεν θέλει να δώσει και πολλά για το χρέος. Το Ταμείο από την πλευρά του, εμφανώς πλέον, θέλει να μείνει με κάποιο τρόπο, για αυτό και έχει «βάλει πολύ νερό στο κρασί του», η Αθήνα ναι μεν χρειάζεται το Ταμείο ως ισχυρό παράγοντα πίεσης για το χρέος, αλλά μια ενδεχόμενη έξοδός του θα μπορούσε να αποφέρει κάποια πολιτικά οφέλη, ενώ οι Βρυξέλλες και η Φραγκφούρτη, για διαφορετικούς λόγους, καλοβλέπουν την παραμονή του ακόμη και ως «τεχνικού συμβούλου».
Σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, ξεχωριστή σημασία έχει η αναδυόμενη δυναμική του Παρισιού, με τον Εμμανουέλ Μακρόν, σαφώς πιο φιλόδοξο και πολιτικά ισχυρότερο του προκατόχου του, να διεκδικεί (με τις πλάτες της Ουάσιγκτον) μεγαλύτερο ζωτικό χώρο στην ευρωσκακιέρα. Το άρθρο με τον εύγλωττο τίτλο «Καθαρός προϋπολογισμός ή τέλος της ευρωζώνης» στο Εuroactiv.fr αποτελεί ένα είδος τελεσιγράφου του Παρισιού προς το Βερολίνο, απηχώντας τη φιλοσοφία/προειδοποίηση του Μακρόν: «Ξυπνήστε! Η Γαλλία έχει αλλάξει». Και για τους γνωρίζοντες, το Euroactiv είναι κάτι σαν την «Πράβντα» των ευρωπαϊστών, και ο νοών νοείτω…