Η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και η παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων είναι οι ικανές συνθήκες για την ταχεία μείωση του ποσοστού του χρέους προς το ΑΕΠ.
Η έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που κατήρτισε ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, το «ελληνικό DSA», στηρίχτηκε στις παραδοχές του προϋπολογισμού, εκτιμώντας ανάπτυξη +4,5% για το 2022 (και +3,6% για το 2023), αλλά και μέσο ετήσιο πληθωρισμό στο επίπεδο του 1% για τη χρονιά που ξεκινάει σε τρεις μέρες.
Επίσης, προβλέπει συγκράτηση του πρωτογενούς ελλείμματος στο επίπεδο του 1,2% και επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023.
Με «λογικά» πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2,2% μετά το 2023, αλλά ακόμη κι αν «σκάσουν» εγγυήσεις που δόθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής», εκτιμάται ότι η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ μπορεί να υποχωρήσει στο επίπεδο του 140% μέχρι το 2030.