Μολονότι οι ελληνικές τράπεζες είχαν κατά μέσο όρο δείκτη βασικών κεφαλαίων (CET 1) ύψους 17,1% τον Δεκέμβριο του 2017, αντιμετωπίζουν ακόμη μεγάλες προκλήσεις, περιλαμβανομένης της ανάγκης να μειώσουν το πολύ υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους (NPEs).
Το παραπάνω αναφέρει σε επιστολή της η επικεφαλής της τραπεζικής εποπτείας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ντανιέλ Νουί.
Όπως προσθέτει η κυρία Νουί, το απόθεμα NPEs των ελληνικών τραπεζών ανέρχεται σε περίπου 50% των συνολικών δανείων τους και είναι το υψηλότερο από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης.
«Όπως η ΕΚΤ έχει τονίσει σε πολλές περιστάσεις, είναι κρίσιμης σημασίας για την οικονομική ανάκαμψη καθώς και τη μελλοντική κεφαλαιακή επάρκεια των τεσσάρων ελληνικών σημαντικών ιδρυμάτων να κάνουν ταχεία πρόοδο όσον αφορά τη μείωση των NPEs, σύμφωνα με τους στόχους που έχουν ανακοινώσει στην ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ θα συνεχίσει να επιβλέπει πολύ στενά τις σχετικές προσπάθειές τους», σημειώνει η Νουί.
«Επιπλέον, επιτόπιοι έλεγχοι με επίκεντρο τη διαχείριση των NPE στα ιδρύματα αυτά έγιναν το 2017 ή είναι σε εξέλιξη σήμερα», προσθέτει.
Η Νουί επαναλαμβάνει ότι οι τέσσερις τράπεζες θα υποβληθούν στην ίδια άσκηση αντοχής (stress test) με τις άλλες τράπεζες της Ευρωζώνης που περιλαμβάνονται στο πανευρωπαϊκό stress test για το 2018 υπό τον συντονισμό της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής, αλλά το χρονοδιάγραμμα θα επιταχυνθεί και τα αποτελέσματά της αναμένεται να ανακοινωθούν τον Μάιο, πριν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα προσαρμογής.
«Όσον αφορά στο διαθέσιμο ποσό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, θα σας προτείναμε να θέσετε το θέμα αυτό στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας», καταλήγει η κυρία Νουί.