του Νικ. Φιοράντη
Με δεδομένο ότι στις μέρες μας, οι τεχνικές που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την μέτρηση της αποδοτικότητας μιας εταιρείας / επένδυσης βασίζονται στις αρχές της χρηματοοικονομικής θεωρίας και της αποτίμησης (“valuation”), με πλέον διαδεδομένη τη μεθοδολογία του Οικονομικού Κέρδους, το θέμα που απασχολεί είναι το πως γίνεται η διαχείριση του για τη δημιουργία υπεραξίας (“VBM-Value Based Management”);
Η προσέγγιση αυτή, αποτελεί το απόσταγμα της δυνητικής λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς με σκοπό την οικονομική ευημερία της παγκόσμιας οικονομίας μέσω της δημιουργίας πλούτου, είτε αυτός αφορά άτομα, επιχειρήσεις και κλάδους, είτε χώρες.
Η δημιουργία αξίας λοιπόν ως βασική προϋπόθεση έχει ότι, το προς επένδυση κεφάλαιο “απασχολείται” στις πλέον παραγωγικές του χρήσεις (“efficiency”), δημιουργώντας αποδόσεις που είναι μεγαλύτερες του κόστους του (“financial economics”) και όχι αξιολογώντας αυτή, στο πλαίσιο της λογιστικής αποτύπωσης των οικονομικών καταστάσεων περιοριστικά. Έμφαση λοιπόν πρέπει να δίνεται στο γεγονός ότι, για να αυξηθεί η εταιρική οικονομική αξία, θα πρέπει η απόδοση αυτή να είναι αρκετή ώστε, να καλύπτει το κόστος χρήσης του κεφαλαίου (τραπεζικό, ομολογιακό, υβριδικό ή μετοχικό συνολικά) αλλά και να αποζημιώνει τον επενδυτή για τον κίνδυνο που αναλαμβάνει. Συνεπώς, δεν προκύπτει απόδοση, εάν το λειτουργικό κέρδος που η επιχείρηση επιτυγχάνει μέσα σε μια περίοδο είναι ακριβώς όση απαιτείται για την αποζημίωση αυτού του κινδύνου. Τα κέρδη για τον επενδυτή αρχίζουν από κει και πάνω.
Ως αποτέλεσμα, η απόδοση ανά € επενδυμένου κεφαλαίου αποτελεί το δείκτη-κλειδί, σε αντίθεση με τα λειτουργικά κέρδη. Όσο μεγαλύτερη είναι η μεταβολή στα λειτουργικά κέρδη της επιχείρησης όταν αυτά δεν “αντισταθμίζουν / κερδίζουν” το συνολικό κόστος του κεφαλαίου που η επιχείρηση απασχολεί, τόσο μεγαλύτερη είναι η καταστροφή της αξίας της επένδυσης / εταιρείας. Επομένως, η αύξηση των λειτουργικών κερδών δεν αποτελεί ένδειξη σωστής χρήσης των οικονομικών πόρων, το αντίθετο μάλιστα. Η επιχείρηση μπορεί να μεγαλώνει καταστρέφοντας αξία, άρα να γίνεται μεγαλύτερη αλλά όχι καλύτερη και στο τέλος όλοι οι προμηθευτές κεφαλαίου-τράπεζες και μέτοχοι, αργά ή γρήγορα να της γυρίσουν την πλάτη συντελώντας με τον τρόπο αυτό στη παραπέρα συρρίκνωση της.
H αρχή αυτή, αποτελεί τη πλέον βασική κινητήρια δύναμη επηρεασμού των τιμών στις χρηματιστηριακές αγορές, με την ενσωμάτωση και αντικατοπτρισμό της στις τιμές των μετοχών.
Όταν η διοίκηση μιας επιχείρησης παραβλέπει αυτή τη βασική αρχή, οι επιπτώσεις είναι δραματικές, έχοντας επαναληφθεί πολλές φορές έως τώρα συνδυαστικά με λοιπές παραμέτρους λειτουργίας των αγορών.
Συνοψίζοντας λοιπόν, δεν είναι θέμα μόνο ο επανασχεδιασμός των επιχειρήσεων αλλά η ανοικοδόμηση νέων συστημάτων και μεθόδων “of doing business”.
Στην βάση αυτή, το στρατηγικό μάνατζμεντ δημιουργίας αξίας και η χρηματοοικονομική επιστήμη συνδέονται πλέον στενά. Ο στόχος του μάνατζμεντ επικεντρώνεται, αφενός στην αξιολόγηση στρατηγικών επιλογών που δημιουργούν αξία στο μέλλον και που οι επενδυτές θα θεωρούν ότι αποτελούν καλή επιλογή για μελλοντικές αποδόσεις και αφετέρου, η εταιρική κουλτούρα και λογική μέσα στην επιχείρηση θα αλλάζει τη νοοτροπία των εργαζομένων. Η αλλαγή αυτή, θα εναρμονίζει τα συμφέροντα τους με αυτά των επενδυτών, εξαλείφοντας τη παραδοσιακή σύγκρουση μεταξύ των “stakeholders”, αποτελώντας ένα αδιέξοδο μοντέλο για τις επιχειρήσεις που θέλουν να προσελκύσουν υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό κατόχου της γνώσης που είναι απαραίτητη ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις προκλήσεις που είναι μπροστά και δεν περιμένουν…