Τη μεγάλη συρρίκνωση των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες-μέλη από το 2008 και μετά αποτυπώνει έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης με τίτλο: “Υπό πίεση: Η συνθλιμμένη μεσαία τάξη”.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό, στην Ελλάδα, τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης για ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό κυμαίνονται από 7.894 έως 21.050 δολάρια και είναι τα χαμηλότερα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών του ΟΟΣΑ. Ο Οργανισμός σημειώνει, μάλιστα, ότι το 70% των νοικοκυριών της μεσαίας τάξης στη χώρα μας είναι οικονομικά ευάλωτα.
Επίσης, το διάμεσο εισόδημα στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του 2010 ήταν σημαντικά χαμηλότερο από ότι το 2008, αφού ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, με τη μείωση να ανέρχεται σε σχεδόν 6% ανά έτος.
“Βάρκα σε επικίνδυνα νερά”
“Η μεσαία τάξη μοιάζει σήμερα όλο και περισσότερο με μία βάρκα σε επικίνδυνα νερά”, αναφέρει η έκθεση του ΟΟΣΑ που δόθηκε απόψε στη δημοσιότητα και παρουσιάζει την κατάσταση στις χώρες – μέλη του Οργανισμού.
“Τα μεσαία εισοδήματα αυξήθηκαν ελάχιστα, τόσο σχετικά όσο και σε απόλυτους όρους στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ. Συνολικά, τα τελευταία 30 χρόνια, το διάμεσο εισόδημα αυξήθηκε κατά ένα τρίτο λιγότερο από το μέσο εισόδημα του πλουσιότερου 10%. Παράλληλα, το κόστος σημαντικών στοιχείων του τρόπου ζωής της μεσαίας τάξης αυξήθηκε ταχύτερα από τον πληθωρισμό”, σημειώνει η έκθεση, προσθέτοντας ότι αυτό συνέβη σε ένα πλαίσιο αύξησης της εργασιακής ανασφάλειας, με τη μία στις έξι θέσεις απασχόλησης μεσαίου εισοδήματος να αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο από την αυτοματοποίηση. “Περισσότερα από ένα στα πέντε νοικοκυριά με μεσαίο εισόδημα δαπανούν περισσότερα από όσα κερδίζουν. Η υπερχρέωση είναι μεγαλύτερη για τα μεσαία εισοδήματα από ότι για τα νοικοκυριά με χαμηλό και υψηλό εισόδημα”.
Ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι “μία ισχυρή και ευημερούσα μεσαία τάξη είναι καθοριστικής σημασίας για κάθε επιτυχημένη οικονομία και κοινωνία συνοχής”. Η μεσαία τάξη “συντηρεί την κατανάλωση, οδηγεί μεγάλο μέρος των επενδύσεων στην εκπαίδευση, την υγεία και τον στεγαστικό τομέα και παίζει έναν ρόλο – κλειδί στη στήριξη των συστημάτων κοινωνικής προστασίας μέσω των εισφορών της στη φορολογία. Οι κοινωνίες με ισχυρή μεσαία τάξη έχουν χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας, απολαμβάνουν υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης και ικανοποίησης από τη ζωή, καθώς και μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα και καλή διακυβέρνηση”, σημειώνει ο ΟΟΣΑ. Ωστόσο, τα τρέχοντα στοιχεία δείχνουν ότι το 10% με τα υψηλότερα εισοδήματα κατέχει σχεδόν το μισό του συνολικού πλούτου, ενώ το 40% με τα χαμηλότερα εισοδήματα κατέχει μόνο το 3%.
Στο τελευταίο κεφάλαιο της έκθεσης, ο ΟΟΣΑ παρουσιάζει μέτρα και πρωτοβουλίες πολιτικής για τη βελτίωση των προοπτικών και των ευκαιριών της μεσαίας τάξης που αφορούν στη βελτίωση της δικαιοσύνης του φορολογικού συστήματος, την αντιμετώπιση του αυξανόμενου κόστους διαβίωσης τόσο στη στεγαστική όσο και στην εκπαιδευτική αγορά, τη συγκρότηση δεξιοτήτων των νοικοκυριών της μεσαίας τάξης, τη μείωση των κινδύνων υπερχρέωσης και τη βελτίωση της πρόσβασης σε επιχειρηματικές ευκαιρίες.
Ο ΟΟΣΑ αναλύει διάφορους δείκτες στην περίοδο από την κρίση του 2008 έως το 2016 ή τα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας, όπως την εξέλιξη των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης, τη δυνατότητά της να αντεπεξέρχεται σε απρόβλεπτες δαπάνες ή να τα βγάζει πέρα, την υπερχρέωσή της και άλλους. Ως μεσαία τάξη θεωρεί τα νοικοκυριά με μεσαία εισοδήματα, τα οποία κυμαίνονται από το 75% έως το 200% του διάμεσου εισοδήματος. Τα νοικοκυριά με εισόδημα από το 75% έως το 100% του διάμεσου εισοδήματος χαρακτηρίζονται ότι έχουν χαμηλότερα μεσαία εισοδήματα, όσα έχουν από 100% έως 150% ότι έχουν μεσαία – μεσαία εισοδήματα και όσα έχουν από 150% έως 200% ότι έχουν υψηλότερα μεσαία εισοδήματα.
Τα εισοδηματικά επίπεδα των νοικοκυριών της μεσαίας τάξης διαφέρουν βέβαια από χώρα σε χώρα, καθώς υπολογίζονται με βάση το διάμεσο εισόδημα κάθε χώρας. Για να ανήκει στη μεσαία τάξη, ένα πρόσωπο που ζει μόνο του θα έπρεπε να έχει ετήσιο εισόδημα από 3.757 έως 10.019 δολάρια στο Μεξικό και από 26.482 δολάρια έως 70.620 δολάρια στο Λουξεμβούργο (τα ποσά υπολογίζονται λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές στην αγοραστική δύναμη το 2010).
Το διάμεσο εισόδημα μειώθηκε ή αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό χαμηλότερο από 1% σε 21 από τις 36 χώρες του ΟΟΣΑ μετά το 2008. Στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ιαπωνία, το Μεξικό, τη Σλοβενία και την Ισπανία, τα διάμεσα εισοδήματα στα μέσα της δεκαετίας του 2010 ήταν σημαντικά χαμηλότερα από ότι το 2008, αφού ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός. Μόνο σε έξι χώρες του ΟΟΣΑ η αύξηση του διάμεσου εισοδήματος ξεπέρασε κατά μέσο όρο το 2% ανά έτος.
Τα νοικοκυριά με μεσαίο εισόδημα είναι σχεδόν το ίδιο άτρωτα όπως αυτά με υψηλό εισόδημα στη μετάπτωσή τους σε κατάσταση σχετικής φτώχειας, δηλαδή κάτω από το 50% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος Από το 2007 έως το 2015, το ποσοστό των νοικοκυριών που έπεσαν σε φτώχεια μέσα σε ένα έτος ήταν 2,1% κατά μέσο όρο, με τα ποσοστά να κυμαίνονται από λιγότερο από 1% στη Δανία, την Ολλανδία και τη Σλοβενία έως το 4% στην Αυστραλία, την Ελλάδα και τη Λετονία. Ωστόσο, τα νοικοκυριά με χαμηλότερο μεσαίο εισόδημα είναι σημαντικά πιο εκτεθειμένα στον κίνδυνο της φτώχειας.