Με αφορμή μία παρατήρηση του Σπύρου Κυρίτση, προέδρου του ΣΜΕΧΑ, η αναφορά μας.
Πρόταση για μείωση του κόστους συναλλαγών, ειδικά για τους market makers, που θα μπορούσε να συμβάλει στην προσέλκυση επιπλέον επενδυτικών κεφαλαίων, συνακόλουθα στην εμβάθυνση της χρηματιστηριακής αγοράς μας.
Σημειώνει ο κ. Κυρίτσης “… θα πρέπει να γίνουν πολλά για να αποκτήσει βάθος το ΧΑ, να έρθουν περισσότερα νέα κεφάλαια. Για παράδειγμα, ένα μέτρο ελκυστικό θα ήταν η μείωση του κόστους συναλλαγών που κάνουν καθημερινά οι market makers. Υπολογίζοντας πως ένα περίπου 20% της αξίας συναλλαγών γίνεται από τους m/m με το ετήσιο κόστος για τις ιδιωτικές χρηματιστηριακές να ανέρχεται στις 350 με 400 χιλιάδες ευρώ γίνεται εύκολα αντιληπτό το όφελος που θα είχε η αγορά, οι επαγγελματίες, οι εισηγμένες από μία προσαρμογή του κόστους σε λογικότερα επίπεδα. Μέτρο ενδεικτικό, που με σειρά άλλων θα συμβάλουν στην αναβάθμιση του χρηματιστηρίου.
Δεν θα πρέπει να πάει χαμένη η ευκαιρία, που έδωσε το χρηματιστήριο φέτος, που με τις αποδόσεις των εταιρειών το ξανά έβαλε στον επενδυτικό χάρτη των ξένων funds”
Οσον αφορά στο πως βλέπει το 2020 ο έμπειρος χρηματιστηριακός παράγων θεωρεί, ότι το στοίχημα του χρηματιστηρίου, είναι μονοδιάστατο ,καθότι ξεκάθαρα τραπεζικό. Βαρύνουσα η θέση του, ακόμη και όταν το 2018 οι αποτιμήσεις είχαν υποχωρήσει σε απαξιωτικά επίπεδα, είναι ο κλάδος που μπορεί να κάνει την διαφορά, είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Εάν αποδώσει τα δέοντα το σχέδιο Ηρακλής, σε πρώτη φάση, ο κλάδος μπορεί να συνεχίσει το momentum που απέκτησε φέτος. Παράλληλα τόσο μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι αλλά και μεσαίας δυναμικότητας εταιρείες που βγαίνουν…όρθιοι από την κρίση έχουν τα φόντα να αυξήσουν τα αποτελέσματα τους. Συγκριτικό πλεονέκτημα για την αγορά το ότι το 2019 άρχισε να βγαίνει από την κρίση, χρονιά που καταγράφονται ενδείξεις επιβράδυνσης για τις περισσότερες ευρωπαικές. Παράλληλα σημαντικοί δείκτες που αποτυπώνουν την οικονομική κατάσταση των εταιρειών είναι καλύτεροι σε σχέση με τους αντίστοιχους των ανταγωνιστών. Αρκετοί κλάδοι είναι σε discount, που θεωρητικά δίνει περιθώριο σε εισηγμένες να κινηθούν ακόμη καλύτερα.
Και τα δύο λογικά, για το μεν πρώτο από την στιγμή που οι m/m πραγματοποιούν το 15% με 20% του μέσου ημερήσιου τζίρου, με τα κόστη να επιβαρύνουν δυσανάλογα της συγκυρίας τα έσοδα των χρηματιστηριακών, αποστερώντας την αγορά και τους επαγγελματίες
την δυνατότητα να εντείνουν το market making και σε μεγαλύτερο αριθμό εισηγμένων και σε απόλυτο αριθμό συναλλαγών.
Υπολογίζεται, πως για μία ισχυρή ιδιωτική χρηματιστηριακή τα κόστη μπορεί να φτάσουν μέχρι και τις 300 με 400 χιλιάδες ευρώ, ετησίως.
Βάρος διόλου αμελητέο, σε αυτή την “¨ρηχή” αγορά, που τώρα το 2ο19 επιχειρεί να ξανά σταθεί στα…πόδια της.
Οσον αφορά το δεύτερο έχει να κάνει με την στρεβλή εικόνα, που διαμορφώνεται για τον Γενικό Δείκτη. Εναν δείκτη, που μπορεί να είναι στις 900 μονάδες αλλά η τρέχουσα τιμή, περισσότερων από τα μισά blue chips αντιστοιχεί σε επίπεδα αγοράς, υψηλότερα έως και πολύ υψηλότερα.
Για αυτό,ας τα λάβουν αυτά τα δύο-ενδεικτικά- υπόψη τους οι καθ’ ύλην αρμόδιοι.
Για να μην χαθεί η ευκαιρία, που διαμορφώθηκε το 2019.
…………
Πηγή: ΧΡΗΜΑ WEEK, 17/12/2019