Nέα δεδομένα στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι μεγάλες λιανεμπορικές αλυσίδες ένδυσης και κλωστοϋφαντουργίας του εξωτερικού φαίνεται πως δημιουργεί η πανδημική κρίση, γεγονός που ενδέχεται να δημιουργεί κάποιες ευκαιρίες για τις ελληνικές επιχειρήσεις του κλάδου.
O γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής – Ετοίμου Ενδύματος Ελλάδος (ΣΕΠΕΕ), Θεόφιλος Ασλανίδης εκτιμά πως κάποιες γεωπολιτικές εξελίξεις του τελευταίου χρονικού διαστήματος δεν αποκλείεται να στρέψουν προς την Ελλάδα μεγάλους retailers που σήμερα ράβουν τα ρούχα τους σε άλλες χώρες, επισημαίνει.
«Οι μεγάλες αλυσίδες, που ράβουν στην Τουρκία και πραγματοποιούν λιανικές πωλήσεις στη Σαουδική Αραβία και γενικά στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με την εξαίρεση ίσως του Κατάρ, αντιμετωπίζουν σήμερα πρόβλημα και δεν αποκλείεται να αναζητήσουν εναλλακτικές ως προς το πού ράβονται τα ρούχα τους», επισημαίνει ο κ. Ασλανίδης.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, εξήγησε πως οι χώρες αυτές έβαλαν άτυπα φραγμούς και δεν δέχονται ρούχα «made in Turkey», λόγω της στάσης της χώρας απέναντι στον αραβικό κόσμο. «Αυτό σημαίνει πως όσες επιχειρήσεις ράβουν στην Τουρκία για μεγάλους λιανεμπόρους θα μπορούσαν κάλλιστα να αναζητήσουν νέους συνεργάτες στην Ελλάδα», σημειώνει.
Οι ισχυρές τάσεις
Στο μεταξύ, ισχυρή είναι εν μέσω της πανδημικής κρίσης η τάση των μεγάλων ξένων retailers να προμηθεύονται ρούχα από όσο το δυνατόν πιο κοντινές αγορές, ώστε να έχουν μεγαλύτερη ασφάλεια και μικρότερους χρόνους παράδοσης, αλλά και πιο χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα μέσω των μεταφορών, καθώς η αειφόρος και βιώσιμη παραγωγή ρούχων είναι κάτι που οι καταναλωτές στην Ευρώπη ζητούν ολοένα και περισσότερο, ακόμα και αν χρειαστεί να το πληρώσουν ακριβότερα.
«Σταδιακά βλέπω πως πολλοί εγκαταλείπουν τις αγορές της Άπω Ανατολής για την παραγωγή ρούχων και αυτό είναι κάτι που επίσης θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία για τις ελληνικές επιχειρήσεις ένδυσης», λέει ο γενικός διευθυντής του ΣΕΠΕΕ.
Μεταπανδημικά, η άλλη ισχυρή τάση είναι -σύμφωνα με τον κ. Ασλανίδη- η επένδυση στις ηλεκτρονικές πωλήσεις, τη διαχείριση αποθήκης και τα logistics. «Μεγάλες αλυσίδες όπως η Inditex (Zara) και η H&M έχουν ανακοινώσει ότι σε ενάμισι-δύο χρόνια, ως το 2022 δηλαδή, θέλουν οι διαδικτυακές τους πωλήσεις να ξεπερνούν το 25%-30% του τζίρου τους, έναντι ποσοστού περίπου 14%-15% το 2019, δηλαδή να διπλασιάσουν σχεδόν τα έσοδά τους από τα eshop (ηλεκτρονικά καταστήματα), ώστε αν στο μέλλον ενσκήψει αντίστοιχη κρίση, να έχουν διασφαλισμένο ότι σχεδόν το ένα τρίτο των πωλήσεών τους μπορεί να γίνει εξ αποστάσεως -κι αυτό το υποστηρίζουν και με επενδύσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα», σημειώνει.
Οι ελληνικές εταιρείες επώνυμου ρούχου, προσθέτει, πρέπει επίσης να ενισχύσουν τα eshop τους, που είναι η «βιτρίνα» τους στους πελάτες του εξωτερικού και δεν μπορεί να είναι απαρχαιωμένα ή δυσλειτουργικά και -μέσω αυτών- να προωθούν ψηφιακά και σε εικονικά showrooms τις κολεξιόν τους. Ιδίως σε μια εποχή που οι παραδοσιακές φυσικές εκθέσεις έχουν «παγώσει» λόγω της πανδημίας, για να έρθουν νέοι πελάτες, επιβάλλεται η έξυπνη χρήση των ψηφιακών εργαλείων, αλλά και μια επιθετική στρατηγική μάρκετινγκ, γιατί δεν αρκεί ένα eshop να υπάρχει, πρέπει να είναι κι ορατό.
Το private label άντεξε περισσότερο
Πώς επηρέασε η πανδημική κρίση τις ελληνικές επιχειρήσεις; Κατά τον κ. Ασλανίδη, η πτώση τζίρου ήταν πολύ πιο «μαλακή» για όσες παράγουν ρούχα ιδιωτικής ετικέτας, για λογαριασμό ξένων εταιρειών (private label), σε σχέση με όσες λανσάρουν επώνυμο ελληνικό ρούχο -κι αυτό ενώ πριν ενσκήψει η πανδημία, το επώνυμο ελληνικό ρούχο κέρδιζε διαρκώς μερίδια έναντι του μέχρι πρότινος κυρίαρχου private label, με το ποσοστό του στις εξαγωγές να έχει φτάσει στο 50% (έναντι μόλις 10% το 1995, 20% το 2005 και 45% το 2017).
«Συγκριτικά με το επώνυμο ένδυμα, το private label επλήγη λιγότερο από την πανδημία, με πτώση τζίρου 10%-15%, καθώς οι επιχειρήσεις που παράγουν ρούχα ιδιωτικής ετικέτας είχαν ιντερνετικούς πελάτες και πελάτες εξ αποστάσεως. Αντίθετα, τα ελληνικά brands με μεγάλη στόχευση στην εγχώρια αγορά είδαν τον τζίρο τους να πέφτει κατά 30% και είχαν αντίστοιχη πτώση και στις εξαγωγές. Τώρα και οι δύο κατηγορίες χρειάζεται να ισχυροποιήσουν τη θέση τους. Το μεν private label πρέπει να αξιοποιήσει την ευκαιρία που δημιούργησε η πανδημία (ότι οι retailers αναζητούν πιο κοντινούς προορισμούς για τις προμήθειές τους), ώστε να κερδίσει καινούργιους πελάτες, πχ, μέσω ψηφιακών πλατφορμών ή να αποσπάσει περισσότερες δουλειές από τους ήδη υπάρχοντες, που δεν ράβουν μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Τουρκία ή την Κίνα. Τα δε brands χρειάζεται να αναπτύξουν τα eshop τους και το μάρκετινγκ να αξιοποιήσουν όλα τα ψηφιακά εργαλεία», καταλήγει.