«Οι ευκαιρίες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα πρόσθετα σχέδια για την μετά λιγνίτη εποχή και τα μέτρα που αναμένονται» ήταν τα βασικά σημεία της ομιλίας του προέδρου της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, Γιάννη Μασούτη στη διευρυμένη συνεδρίαση της διοικητικής επιτροπής που πραγματοποιήθηκε στη Φλώρινα.
Ο κ. Μασούτης σημείωσε ότι «η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων της προσεχούς περιόδου είναι μια ιστορική ευκαιρία για τη χώρα και τις επιχειρήσεις, ενώ εξίσου σημαντική πρόκληση, όμως, για τη βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι αυτή της ενεργειακής μετάβασης».
Τόνισε ότι γι’ αυτό «πρέπει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να έχουμε αρκετά ώριμα και επιλέξιμα έργα, τα οποία θα μπορέσουν να ενταχθούν και να χρηματοδοτηθούν. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει, χωρίς την κινητοποίηση και την υποστήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων».
«Θα χρειαστούν λοιπόν συντονισμένες κινήσεις σε αυτό το επίπεδο. Θα χρειαστεί συστηματική ενημέρωση και μηχανισμοί συμβουλευτικής υποστήριξης. Θα χρειαστεί να υπάρξει ειδικός σχεδιασμός για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στα δάνεια που θα διοχετευθούν μέσω των τραπεζών. Και -βεβαίως- θα πρέπει να αξιοποιηθεί κατάλληλα ο ρόλος των Επιμελητηρίων, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως «αγωγοί» της ενημέρωσης σε τοπικό επίπεδο».
Πρόσθσε ότι «τα μέτρα που έχει λάβει, ως τώρα, η κυβέρνηση -με κυριότερο την κρατική επιδότηση για την κάλυψη των ενεργειακών επιβαρύνσεων – είναι στη σωστή κατεύθυνση. Και θα πρέπει να συνεχιστούν για όσο χρονικό διάστημα απαιτηθεί. Παράλληλα, όμως, πρέπει να δημιουργήσουμε και προϋποθέσεις ανάκαμψης των επιχειρήσεων και των τοπικών οικονομιών, για την επόμενη μέρα».
Όπως σημειώνει το ΑΠΕ ο πρόεδρος τόνισε στην ομιλία του ότι, λόγω συνθηκών, είναι για την ώρα επιβεβλημένη η προσαρμογή του ενεργειακού προγράμματος της χώρας και η παράταση της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων ως το 2028. Ωστόσο, όπως είπε, η λύση αυτή δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή. Η απεξάρτηση από το λιγνίτη παραμένει αναπόδραστη αναγκαιότητα για την Ελλάδα – τόσο για περιβαλλοντικούς, όσο και για οικονομικούς λόγους.
«Η μετάβαση, λοιπόν, συνέχισε ο ίδιος, εξακολουθεί να είναι μονόδρομος… γιατί αυτό επιβάλλει η βιώσιμη ανάπτυξη, τόσο της οικονομίας, όσο και των τοπικών οικονομιών» και πρόσθεσε ότι η «η Ελλάδα θα πρέπει να αξιοποιήσει τη γεωγραφική της θέση και να συμμετέχει σε νέα, ασφαλέστερα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο και την Αφρική. Θα πρέπει να επεκτείνει την παραγωγή πράσινης ενέργειας. Θα πρέπει να επενδύσει στη δημιουργία νέων αποθηκευτικών χώρων για την ενέργεια από ΑΠΕ και για το υγροποιημένο φυσικό αέριο. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να ανταποκριθεί και στη μεγάλη πρόκληση: που είναι η οικονομική προσαρμογή των λιγνιτικών περιοχών».
Το Σχέδιο Δίκαιης Μετάβασης που έχει παρουσιαστεί από την κυβέρνηση, όπως είπε ο πρόεδρος, υπηρετεί σε μεγάλο βαθμό αυτή την προσπάθεια, προβλέποντας έργα και επενδύσεις που ξεπερνούν τα 5 δισεκατομμύρια ευρώ και σε αυτή την προσπάθεια ειδικά τα τοπικά επιμελητήρια «πρέπει και μπορούν να εμπλακούν ουσιαστικά. Να αναδείξουν εμπόδια και ευκαιρίες, να προτείνουν και να υλοποιήσουν στοχευμένες παρεμβάσεις».