Ο Κωνσταντίνος Μαλαματίνας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της «Μαλαματίνας», μοιράζεται παιδικές αναμνήσεις του από την ιστορική οινοποιία, που άρχισε να απλώνει τις πρώτες «ρίζες» της παράδοσής της στην αμπελόεσσα Τένεδο, όπου ο πρόγονός του, Ευστράτιος, καλλιεργούσε «Τσαούσια» (σταφύλια), από τα οποία οινοποιούσε λευκό κρασί. Μετέπειτα, o γιος του Ευστράτιου, ο δαιμόνιος έμπορος Κωνσταντίνος, με το δικάταρτο ιστιοφόρο του, τη «Μερσίνη», μετέφερε αυτό το οικογενειακό λευκό κρασί στα κυριότερα λιμάνι της Βόρειας Ελλάδας. Και, ακολούθως, το 1895, ίδρυσε στην Αλεξανδρούπολη το πρώτο οινοποιείο της οικογένειας, με την επωνυμία «Τένεδος», στο οποίο κάποια χρόνια αργότερα εγκαινίασε την παραγωγή ρετσίνας…
«Το “ταμάχι” (σ.σ. η απληστία) είναι κακό πράγμα και το κρασί θέλει καθαρά χέρια. Αυτή η συμβουλή έφτασε σε εμένα από τον παππού μου δια στόματος του πατέρα μου» λέει ο κ. Μαλαματίνας, εκπρόσωπος της τέταρτης γενιάς σε μια οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία εισέρχεται προσεχώς επενδυτής.
Ενδεικτικό είναι πως ο τζίρος της μειώθηκε σημαντικά, εξαιτίας της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και την κατάσταση επιδείνωσε η πανδημία του κορονοϊού, που -λόγω του lockdown- κράτησε κλειστά τα καταστήματα εστίασης.
Ο νομικός σύμβουλος της εταιρείας, Κωνσταντίνος Μέλλιος, δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως στόχος είναι οι μη δεσμευτικές προσφορές για την οινοποιία να κατατεθούν από τους ενδιαφερόμενους μέχρι τέλους Ιουνίου, ώστε να ακολουθήσουν οι δεσμευτικές ως το τέλος Ιουλίου/αρχές Αυγούστου.
Ένα προϊόν που «κακοποιήθηκε»
«Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, με την είσοδο πολλών ανταγωνιστών, η ρετσίνα ως προϊόν αδικήθηκε, ειδικά στη νότια Ελλάδα, με αποτέλεσμα να χαθούν παραδοσιακοί καταναλωτές της. Η “κακοποίηση” συνεχίζεται και στις μέρες μας, με την ανεξέλεγκτη διακίνηση χύμα ρετσίνας, αμφίβολης προέλευσης σε πλαστικές φιάλες, με αποτέλεσμα η ρετσίνα, ένα από τα εθνικά προϊόντα με “ονομασία κατά παράδοση” (φέτα, ούζο, μαστίχα), που προϋποθέτουν μόνο ελληνικές ποικιλίες σταφυλιών, κυρίως από σαββατιανό και ροδίτη, να μην βρίσκει εύκολα την αναγνώριση που της αξίζει» λέει ο κ. Μαλαματίνας και προσθέτει: «Χάρη στις προσπάθειες νέων, κυρίως, οινοποιών τα τελευταία χρόνια, η ρετσίνα ως κρασί αναβαθμίζεται και αναγνωρίζεται πλέον στις αγορές του εξωτερικού, εξαιτίας και της μεγάλης αύξησης του τουριστικού ρεύματος. Έτσι, τείνει να δημιουργηθεί πολύ καλό θετικό περιβάλλον για τις εξαγωγές ρετσίνας και αυτό, αν συνδυαστεί με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης του Έλληνα καταναλωτή από όλους τους παραγωγούς προδιαγράφει καλύτερο μέλλον».
Όσο για τις προοπτικές που ανοίγονται αλλά και τα προσκόμματα που ανακύπτουν ο ίδιος τονίζει: Τους τελευταίους μήνες, στη Νέα Υόρκη, το αρωματισμένο κρασί είναι το απόλυτο trend. Θα μπορούσαμε να το αξιοποιήσουμε για να βάλουμε τη ρετσίνα σε περισσότερες αγορές. Δυστυχώς όμως, δεν έχουμε πολλούς παραγωγούς, δεν έχουμε branding και υπάρχει ακόμα πολύ κακή ρετσίνα, με αποτέλεσμα αντί να δημιουργούμε πρεσβευτές του προϊόντος ανάμεσα στους ξένους που τη δοκιμάζουν, να δημιουργούμε πολέμιους» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ.Λαζαράκης και συμπληρώνει ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια αναμόχλευση υψηλού επιπέδου γύρω από τη ρετσίνα, με καλό σταφύλι, καλή οινοποίηση και καλής ποιότητας ρετσίνι (μη οξειδωμένο, με πυκνότητα και πολλά αρώματα).
Από τη Γαλλία των πολλών “μεγάλων” κρασιών στη ρετσίνα
Όταν ο Στέλιος Κεχρής -ένας από τους πρώτους Έλληνες που σπούδασαν οινολογία- ολοκλήρωσε τις σπουδές του ως οινολόγος στη Ντιζόν της Γαλλίας στις αρχές της δεκαετίας του 1980, συνέλαβε το όραµα που σηµατοδότησε τη µετέπειτα πορεία του. Κόντρα στο ρεύµα της εποχής αποφάσισε να ασχοληθεί με τη ρετσίνα, που τότε θεωρείτο ένα παρωχηµένο κρασί χαµηλής ποιότητας. Πώς έλαβε αυτή την απόφαση;
«Πέρα από συναισθηματικούς λόγους, αφού η οικογένειά μου ασχολείτο με την παραγωγή ρετσίνας ήδη από το 1939, ήταν και άλλοι πολύ σημαντικοί λόγοι, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Μεταξύ αυτών, ο τρόπος που οι Γάλλοι αξιοποιούσαν και σεβόντουσαν τα παραδοσιακά τους προϊόντα.
Η ρετσίνα ήταν ένα τέτοιο προϊόν για την Ελλάδα. Σπουδάζοντας τη σύγχρονη οινολογία σε μια περιοχή που παρήγαγε μερικά από τα καλύτερα κρασιά του κόσμου, διαπίστωσα ότι η ρετσίνα δεν ήταν à priori υποδεέστερος τύπος κρασιού. Πίστεψα τότε ότι, αν κάναμε αυτά που έπρεπε, θα προσδίδαμε υπεραξία σε ένα προϊόν, το οποίο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε συγκριτικό πλεονέκτημα για την εταιρεία, αλλά και για το ελληνικό κρασί γενικότερα» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Στέλιος Κεχρής, που παράγει τις ρετσίνες “Κεχριμπάρι” (με 35 διεθνείς διακρίσεις), “Ρόζα” (ροζέ ρετσίνα με αρώματα άγριας φράουλας), “Αφρός” (την πρώτη pet-nat ρετσίνα, που εμφιαλώνεται θολή) και “Δάκρυ του Πεύκου” (την πρώτη ρετσίνα με εντυπωσιακό δυναμικό παλαίωσης).
Ρετσίνα στο τραπέζι σε 26 χώρες
Κατά τον κ. Κεχρή, «ο σημερινός ενημερωμένος καταναλωτής όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, αντιδρά πολύ θετικά στην κατανάλωση ποιοτικής ρετσίνας, διότι αυτή ανταποκρίνεται στα βασικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου λευκού κρασιού όπως αυτά εκφράζονται σήμερα. Ο ιδιαίτερος αρωματικός και γευστικός της χαρακτήρας προσδίδει ένα πλούτο που κάνει το κρασί αυτό μια εμπειρία μοναδική. Πολλές κουζίνες, πέρα από τις έθνικ, προσφέρουν συνοδεία εδεσμάτων που κάνουν την κατανάλωση της ρετσίνας πραγματική οινική απόλαυση. Θεωρώ ότι η παγκόσμια αγορά, στην πλειονότητα των χωρών, αποτελεί σήμερα προορισμό για την ποιοτική ρετσίνα. Η εταιρεία μας εξάγει με επιτυχία, ήδη σε 26 χώρες όπως Ευρώπη, Β. Αμερική, Ιαπωνία κλπ, με μεγάλες προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξη» καταλήγει.