Χρειάζεται να βγουν στην αγορά νέα τουριστικά προϊόντα και να αναδειχτούν οι προορισμοί για να ενισχυθεί ο ελληνικός τουρισμός
Έλενα Ερμείδου
Το οικονομικό αποτέλεσμα από τη λειτουργία της ξενοδοχειακής επιχείρησης, εξαρτάται από την ανάπτυξη του εκάστοτε προορισμού ενώ η ζήτηση ενισχύεται με τη δημιουργία τουριστικών προϊόντων που προσφέρουν ταξιδιωτικές εμπειρίες σύμφωνε με δύο μελέτες που εκπόνησαν το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) και η PwC Ελλάδας. «Hotel Study: ανάλυση οικονομικών στοιχείων των ξενοδοχείων στην Ελλάδα – ανά προορισμό και ανά Κατηγορία Αστεριών», και «Η επόμενη ημέρα του ελληνικού τουρισμού»
Οι τέσσερις πολιτικές που προτείνονται, απαιτούν την οικοδόμηση μιας νέας σχέσης συνεργασίας μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα :
- Προσέλκυση τουριστών με υψηλό εισόδημα και ταχεία ανάπτυξη εκτός ΕΕ με εκτιμώμενο δυναμικό 6,9 δισ. ευρώ στις τουριστικές εισπράξεις
- Εισαγωγή συμπληρωματικών προϊόντων με εκτιμώμενο δυναμικό 2,6 δισ. ευρώ στις ταξιδιωτικές εισπράξεις
- Επέκταση ζήτησης σε δευτερεύοντες προορισμούς με εκτιμώμενη αύξηση εσόδων ξενοδοχείων που φτάνουν τα 2,1 δισ. ευρώ
- Επέκταση και αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος με ετήσια εκτιμώμενη άμεση επίδραση στο ΑΕΠ που αγγίζει τα 4,3 δισ. ευρώ
Αναλυτικότερα
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ, ο ξενοδοχειακός κλάδος αναδεικνύεται ως μία σημαντική δραστηριότητα της ελληνικής οικονομίας, καθώς με κύκλο εργασιών 5,7 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση συνεισφέρει 3,5% στο ΑΕΠ.
Το βασικό προϊόν που εξακολουθεί και στηρίζει την τουριστική δραστηριότητα και αποφέρει θετικά οικονομικά αποτελέσματα, είναι το «Ήλιος – Θάλασσα» και ακολουθεί το city break, παρά τον ισχυρό διεθνή ανταγωνισμό. Παράλληλα, περίπου το 85% του τουριστικού προϊόντος, συγκεντρώνεται στους δημοφιλείς και παραδοσιακούς προορισμούς, σε 5 Περιφέρειες (Ν. Αιγαίου, Κρήτη, Κ. Μακεδονία, Ιόνιο, Αττική). Στις υπόλοιπες Περιφέρειες, η δραστηριότητα του κλάδου (σε όρους κύκλου εργασιών σε σχέση με τα απασχολούμενα κεφάλαια) είναι πολύ χαμηλή και αντίστοιχα πολύ χαμηλή είναι η κερδοφορία του σε επίπεδο Κερδών προ Φόρων, Τόκων και Αποσβέσεων ή αρνητική σε επίπεδο Κερδών προ Φόρων. Παρατηρείται επίσης, μέσα στην τελευταία 5ετία, μια αύξηση επενδύσεων σε 5άστερα ξενοδοχεία και αντίστοιχα μείωση σε μονάδες 3-4 αστέρων.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, για την περίοδο μεταξύ 2010 και 2015, οι επιχειρήσεις που εξέτασε η μελέτη της PwC υλοποίησανεπενδύσεις ύψους 1,8 δισ. ευρώ, κυρίως για μεγάλα ξενοδοχεία 5 αστέρων σε δημοφιλείς προορισμούς.
Οι συνολικές επενδυτικές ανάγκες στον ξενοδοχειακό κλάδο για την επόμενη 5ετία, υπολογίζονται σε 6,2 δισ. ευρώ, τα οποία κατανέμονται σε 4,8 δισ. ευρώ για την αναβάθμιση του υφιστάμενου δυναμικού, σε 1 δισ. ευρώ για την κατασκευή επιπλέον κλινών και σε 300 εκατ. ευρώ για τη συντήρηση υφιστάμενων εγκαταστάσεων.
Σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ, ενδεικτικό της επενδυτικής δραστηριότητας του κλάδου κατά τη διάρκεια της κρίσης, είναι ότι η δυναμικότητα των ξενοδοχείων αυξήθηκε από 397.660 δωμάτια το 2010 σε 414.127 δωμάτια το 2017. Για το ίδιο διάστημα, καταγράφεται αναδιάρθρωση του προϊόντος προς υψηλότερες κατηγορίες και κυρίως ξενοδοχεία 5 αστέρων. Ειδικότερα, η δυναμικότητα στα ξενοδοχεία 5 αστέρων αυξήθηκε από 51.100 δωμάτια το 2010 σε 74.884 δωμάτια το 2017. Στην δυσανάλογα μεγάλη αύξηση των δωματίων 5 αστέρων, που δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη αύξηση της ζήτησης με αποτέλεσμα την υποαπασχόληση των επενδεδυμένων κεφαλαίων στην κατηγορία αυτή, συνέβαλε η στόχευση του Αναπτυξιακού Νόμου του 2005, για ενισχύσεις επιχειρηματικών σχεδίων ξενοδοχείων 5 αστέρων. Να σημειωθεί επίσης ότι, λόγω του μεγαλύτερου αριθμού απασχολούμενων ανά δωμάτιο, όσο υψηλότερη είναι η κατηγορία της ξενοδοχειακής μονάδας, τόσο μεγαλύτερη η απασχόληση.
Κατά τη μελέτη της PwC, περίπου το 50% επί του συνόλου των ξενοδοχείων της χώρας εντάσσεται στην ομάδα των Stars (διεθνώς ανταγωνιστικά), ενώ κάτω από το 25% εντάσσεται στην ομάδα των Ζombies (με συρρίκνωση εσόδων, μηδενική ή αρνητική κερδοφορία και μη βιώσιμο δανεισμό).