Για πολλά χρόνια την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στους επιχειρηματικούς κινδύνους καταλάμβανε η διακοπή της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Πλέον, για πρώτη φορά την πρωτιά παίρνουν οι κυβερνοεπιθέσεις, παγκοσμίως, μετακινώντας τον κίνδυνο του «business interruption» στη δεύτερη θέση.
Αυτό καταδεικνύει το 9ο Allianz Risk Barometer 2020, πιστοποιώντας ότι η ευαισθητοποίηση για την απειλή των κυβερνο-επιθέσεων αυξήθηκε ραγδαία τα τελευταία χρόνια, λόγω της αυξανόμενης εξάρτησης των εταιρειών από συστήματα πληροφορικής και δεδομένα καθώς και λόγω μιας σειράς συμβάντων με σοβαρές επιπτώσεις.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πριν επτά χρόνια πριν, οι κυβερνο-κίνδυνοι βρίσκονταν στην 15η θέση της κατάταξης με μόλις 6% των απαντήσεων. Στην κατάταξη των επιχειρηματικών κινδύνων για την Ελλάδα ανήλθαν στην 3η θέση, όταν το 2019 βρίσκονταν μόλις στην 9η θέση.
Οι αλλαγές στη νομοθεσία και τις κανονιστικές ρυθμίσεις (3η θέση με 27%) και η κλιματική αλλαγή (7η θέση με 17%) είναι οι κίνδυνοι που αναρριχήθηκαν περισσότερο στην κατάταξη, αναδεικνύοντας τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, το Brexit και την υπερθέρμανση του πλανήτη ως ολοένα και μεγαλύτερες ανησυχίες για τις εταιρείες και τα έθνη. Η ετήσια έρευνα για τους παγκόσμιους επιχειρηματικούς κινδύνους από την Allianz Global Corporate & Specialty (AGCS) ενσωματώνει τις απόψεις 2.718 εμπειρογνωμόνων από περισσότερες από 100 χώρες, συμπεριλαμβανομένων CEOs, Risk Managers, Brokers και εμπειρογνωμόνων του ασφαλιστικού χώρου.
Οι κίνδυνοι στον κυβερνοχώρο εξελίσσονται
Πέραν του ότι είναι ο κορυφαίος κίνδυνος παγκοσμίως, τα περιστατικά στον κυβερνοχώρο συγκαταλέγονται στους τρεις πρώτους κινδύνους σε πολλές από τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα. Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν την πρόκληση μεγαλύτερων και δαπανηρότερων παραβιάσεων δεδομένων, την αύξηση των επιθέσεων κακόβουλου λογισμικού και των περιστατικών εξαπάτησης, καθώς και την προοπτική επιβολής προστίμων ή δικαστικών διενέξεων μετά από ένα γεγονός. Μια παραβίαση δεδομένων μεγάλης κλίμακας – η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από ένα εκατομμύριο παραβιασμένων εγγραφών- κοστίζει σήμερα κατά μέσο όρο 42 εκατ. Δολάρια (αύξηση 8% από έτος σε έτος). Ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (GDPR), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στην Ευρώπη το 2018, ενδέχεται να επιφέρει περαιτέρω κύμα προστίμων το 2020. Έχουν ήδη γίνει αναφορές για πάνω από 200.000 περιπτώσεις κατά τους πρώτους εννέα μήνες εφαρμογής του.
Διακοπή επιχειρηματικής δραστηριότητας (Business Interruption) – μια αδιάκοπη απειλή με νέες αιτίες
Μετά από επτά χρόνια στην πρώτη θέση, η διακοπή επιχειρηματικής δραστηριότητας πέφτει στη δεύτερη θέση στο Allianz Risk Barometer. Ωστόσο, η τάση για μεγαλύτερες και πιο πολύπλοκες απώλειες από τη διακοπή επιχειρηματικής δραστηριότητας συνεχίζεται αμείωτη. Οι αιτίες γίνονται όλο και πιο ποικίλες και εκτείνονται από πυρκαγιά, έκρηξη ή φυσικές καταστροφές μέχρι ψηφιακές εφοδιαστικές αλυσίδες ή ακόμα και πολιτική βία.
Οι επιχειρήσεις είναι επίσης όλο και περισσότερο εκτεθειμένες στον άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο ταραχών, πολιτικών αναταραχών ή τρομοκρατικών επιθέσεων.
Οι αλλαγές στη νομοθεσία και τους κανονισμούς ανεβαίνουν στην 3η θέση στο Allianz Risk Barometer, από την 4η το 2019. Για τη χώρα μας, οι αλλαγές στη νομοθεσία και τους κανονισμούς έπεσαν στη 2η θέση της κατάταξης από την 1η όπου βρίσκονταν το 2019, παραμένοντας μία σημαντική πρόκληση για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Οι τιμολογιακές πολιτικές, οι κυρώσεις, το Brexit και ο προστατευτισμός αναφέρθηκαν ως βασικοί προβληματισμοί. Περίπου 1.300 νέοι εμπορικοί φραγμοί εφαρμόστηκαν μόνο το 2019.
Οι νέες κανονιστικές προκλήσεις στην επόμενη δεκαετία θα επικεντρωθούν στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, στη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα και στην κλιματική αλλαγή.
Η κλιματική αλλαγή ανέρχεται για πρώτη φορά στην 7η θέση παγκοσμίως του Allianz Risk Barometer, ενώ βρίσκεται στους τρεις σημαντικότερους επιχειρηματικούς κινδύνους για την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, όπως αναδείχθηκε από ειδικούς επιστήμονες στην Αυστραλία, το Hong Kong, την Ινδία και την Ινδονησία. Οι εταιρείες ανησυχούν αρχικά για ζημιές λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων (49% των απαντήσεων), όσο και για λειτουργικές επιπτώσεις (37%), όπως για παράδειγμα ανάγκη μετεγκατάστασής τους, καθώς και για πιθανές επιπτώσεις στις αγορές και στο κανονιστικό πλαίσιο (35% και 33% αντίστοιχα)