Σε 15,122% ανέρχεται το ποσοστό του κ. Γεώργιου Τσινάβου στο μετοχικό κεφάλαιο και στα δικαιώματα ψήφου επί των μετοχών της εταιρείας ΚΡΙ-ΚΡΙ, μετά τη μεταφορά μετοχών σε κοινή επενδυτική μερίδα, όπως ανακοίνωσε σήμερα η εταιρεία.
Ειδικότερα, η εταιρεία ΚΡΙ-ΚΡΙ ανακοίνωσε ότι σύμφωνα με την από 13/3/2018 γνωστοποίηση που έλαβε από τον παρακάτω μέτοχο, λόγω πραγματοποίησης μεταφοράς κοινών ονομαστικών μετά δικαιώματος ψήφου μετοχών σε κοινή επενδυτική μερίδα (ΚΕΜ), η οποία πραγματοποιήθηκε την 12/3/2018 έλαβε χώρα η ακόλουθη μεταβολή στο ποσοστό συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο και στα δικαιώματα ψήφου της Εταιρείας:
Ο Γεώργιος Τσινάβος, μέτοχος της εταιρείας, κατείχε την 19/12/2017 1.460.336 κοινές ονομαστικές μετοχές με δικαίωμα ψήφου, ήτοι ποσοστό 4,417% επί συνόλου 33.065.136 κοινών ονομαστικών μετοχών της Εταιρείας.
Στο επόμενο χρονικό διάστημα, έως την 12/3/2018, πραγματοποιήθηκε διάθεση 250.000 κοινών ονομαστικών μετοχών με δικαίωμα ψήφου. Έτσι, μέχρι την 12/3/2018, ο Γεώργιος Τσινάβος κατείχε 1.210.336 κοινές ονομαστικές μετοχές με δικαίωμα ψήφου, ήτοι ποσοστό 3,660% επί συνόλου 33.065.136 κοινών ονομαστικών μετοχών της Εταιρείας.
Την 12/3/2018 σχημάτισε κοινή επενδυτική μερίδα (ΚΕΜ) με συνδικαιούχους τον ίδιο και τον πατέρα του Παναγιώτη Τσινάβο. Στην ΚΕΜ μεταφέρθηκαν 3.789.664 κοινές ονομαστικές μετοχές με δικαίωμα ψήφου, από την ατομική μερίδα του Παναγιώτη Τσινάβου.
Με την ως άνω μεταβίβαση, ο κος Γεώργιος Τσινάβος κατέχει πλέον 1.210.336 μετοχές και δικαιώματα ψήφου στην ατομική επενδυτική του μερίδα και 3.789.664 μετοχές και δικαιώματα ψήφου ως συνδικαιούχος στην ως άνω ΚΕΜ, ήτοι συνολικώς 5.000.000 κοινές ονομαστικές μετοχές με δικαίωμα ψήφου, το δε ποσοστό του στο μετοχικό κεφάλαιο και στα δικαιώματα ψήφου επί των μετοχών της εταιρείας ανέρχεται πλέον σε 15,122%.
Η γνωστοποίηση πραγματοποιήθηκε διότι ο Γεώργιος Τσινάβος, ο οποίος σημειωτέον, δεν κατέχει εμμέσως δικαιώματα ψήφου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.3556/2007 ή μέσω της κατοχής χρηματοπιστωτικών μέσων του άρθρου 11 του ίδιου νόμου, υπερέβη των ορίων των 5%, 10% και 15%.