Προϋπόθεση ώστε να μπορέσει η Ελλάδα ν’ αντέξει το φορτίο του δημόσιου χρέους αποτελεί η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στη τελευταία Έκθεση Βιωσιμότητας Χρέους (DSA) της Κομισιόν.
Η Έκθεση προειδοποιεί ότι δεδομένου του υψηλού επιπέδου του χρέους προς το ΑΕΠ, συνεχίζουν να υπάρχουν φόβοι αναφορικά με τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας ακόμη και ως προς το βασικό σενάριο.
Τι σημειώνεται στην Έκθεση
Σύμφωνα με την έκθεση, το χρέος της Ελλάδας προς το ΑΕΠ μειώθηκε από 180,8% το 2016 σε 178,6% το 2017 και αναμένεται να μειωθεί από το 2019. Οι προβολές της ανάλυσης προϋποθέτουν ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει το πρόγραμμα εκκαθάρισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών το 2018 έτσι ώστε να έχει εκκαθαρίσει όλες τις υπόλοιπες οφειλές έως τα τέλη του 2018. Οι προβολές βασίζονται στην εκταμίευση της τελευταίας δόσης ύψους 15 δισ. ευρώ, την οποία θα λάβει η Ελλάδα από τον ESM. Το συνολικό ποσό προς την Ελλάδα από τον ESM θα διαμορφωθεί τελικά στο ύψος των 61,9 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 24,1 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το αρχικό ποσό του προγράμματος. Το DSA ενσωματώνει επίσης όλα τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που περιγράφονται στη δήλωση της Eurogroup του Μαΐου 2016 και εφαρμόστηκαν από τον ESM.
Σύμφωνα με την έκθεση το Eurogroup θα επανεξετάσει το 2032, στο τέλος της περιόδου χάριτος των δανείων του EFSF, αν απαιτούνται πρόσθετα μέτρα για να διασφαλιστούν οι συμφωνημένοι στόχοι για τις χρηματοδοτικές ανάγκες, εφόσον η Ελλάδα εφαρμόζει το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο. Το Eurogroup θα προχωρήσει σε κινήσεις, «εφόσον χρειαστεί». Επίσης, θα λάβει υπόψη τη θετική αποτίμηση στη μεταμνημονιακή επιτήρηση, ιδίως όσον αφορά στο δημοσιονομικό σκέλος και τις μεταρρυθμίσεις
Τα σενάρια – Βασικό και Δυσμενές
Η πρόβλεψη για το βραχυπρόθεσμο πραγματικό ΑΕΠ έχει ευθυγραμμιστεί με τις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν. Η ανάπτυξη μακροχρόνια αναμένεται να κινηθεί στο επίπεδο του 1% μετά το 2022, καθώς θα κλείσει το παραγωγικό κενό και θα αντανακλώνται επίσης οι επιπτώσεις από τη γήρανση του πληθυσμού. Ο πληθωρισμός αναμένεται να ενισχυθεί από 0,9% το 2018 περίπου στο 2% το 2023 και να παραμείνει στο επίπεδο αυτό. Μακροχρόνια, η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ θα κινηθεί περίπου στο 3%.
Τα συνολικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις (από τραπεζικά και μη τραπεζικά assets) θα ανέλθουν στα 14 δισ. ευρώ περίπου την περίοδο 2018 έως 2060, εκ των οποίων τα 11,5 δισ. αναμένεται να προέλθουν από την ιδιωτικοποίηση μη τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων. Οι προβλέψεις για τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις βασίζονται σε ήδη συμφωνημένες πωλήσεις και παραχωρήσεις, ενώ δεν προβλέπεται άλλη τραπεζική ανακεφαλαιοποίηση στο στάδιο αυτό και εκτιμάται ότι περισσότερο από τα τρία τέταρτα των κεφαλαίων που χρησιμοποιήθηκαν στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών το 2015 μπορούν να ανακτηθούν από την ιδιωτικοποίηση τραπεζικών στοιχείων ενεργητικού (4,5 δισ.), εκ των οποίων 2 δισ. Ευρώ έχουν ήδη εξοφληθεί το Φεβρουάριο του 2017.
Η Ελλάδα αναμένεται να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ως το 2022 και η ανάλυση βασίζεται στην υπόθεση ότι το 2018 η χώρα θα διασφαλίσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Μετά το 2022 το πλεόνασμα αναμένεται να μειώνεται κατά 0,5% ανά έτος, για να φτάσει στο 2,2% του ΑΕΠ το 2025.
Τα επιτόκια αγοράς αναμένεται ότι θα διαμορφωθούν σε υψηλότερα επίπεδα τα επόμενα χρόνια. Υπολογίζεται αύξηση από το 4,1% το 2019 στο 5,4% το 2030 και στο 5,1% το 2060. Το μέσο επιτόκιο αναχρηματοδότησης της αγοράς εκτιμάται στο 5,1%.
– Η Ελλάδα εκτιμάται ότι θα χρησιμοποιήσει σταδιακά μέρος από το μαξιλάρι ρευστότητας, ώστε να καλύπτει μερικώς τις ανάγκες χρηματοδότησης του χρέους της. Το μαξιλάρι διαθεσίμων από τα 24,1 δισ. ευρώ τον Αύγουστο, εκτιμάται ότι θα περιοριστεί στα 12 δισ. ευρώ έως το 2022.
Με βάση τις υποθέσεις αυτές, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί στο 188,6% το 2018, στο 169,9% το 2020, στο 136,6% το 2030 και στο 127% το 2060. Οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης (GFN) προβλέπονται στο 21,8% του ΑΕΠ το 2018, πριν μειωθούν στο 9,6% το 2020. Οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης αναμένεται να αυξηθούν εκ νέου μετά το 2020, φτάνοντας το 28,1% το 2060. Αυτό είναι πάνω από το όριο (20%) που θεωρεί βιώσιμο το Eurogroup. Δεδομένου του υψηλού επιπέδου του χρέους προς το ΑΕΠ, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας στο πλαίσιο αυτού του σεναρίου.
Δυσμενές σενάριο
Η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα μειώνεται κατά 0,2% ετησίως σε σχέση με το βασικό σενάριο ως το 2060. Έτσι το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να κινηθεί όπως και στο βασικό σενάριο ως το 2022 και μετά μειώνεται στο 1,5% του ΑΕΠ, ενώ το χρέος εκτιμάται ότι θα κινηθεί ανοδικά σε σχέση με την προβλεπόμενη τροχιά από το 2032 και μετά, φτάνοντας στο 235% του ΑΕΠ το 2060. Αρνητική είναι και η κατάσταση για τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες που αναμένεται να ξεπεράσουν το όριο του 20% από το 2033 και μετά και υπερβαίνουν ακόμη και το 50% ως το 2060.