Εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η πρώτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα, το οποίο θεσπίστηκε ύστερα από την ολοκλήρωση του προγράμματος στήριξης της σταθερότητας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας τον περασμένο Αύγουστο. Η έκθεση πιστοποιεί μεν πρόοδο, μέτρια δε στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και οριστική μετάθεση για το 2019 της εκταμίευσης των 600 εκατ. ευρώ από κέρδη ελληνικών ομολόγων, λαμβάνοντας ως δεδομένο την τήρηση των δεσμεύσεων.
Σύμφωνα με την έκθεση τεκμαίρεται ότι το σχέδιο προϋπολογισμού που υπέβαλε η Ελλάδα για το 2019 «εξασφαλίζει τη συμμόρφωση με τη δέσμευσή της να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5 % του ΑΕΠ».
Από την άλλη πλευρά όμως, «η πρόοδος όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις σε άλλους τομείς είναι μέτρια και οι αρχές θα πρέπει να επισπεύσουν την υλοποίησή τους για να επιτευχθούν οι στόχοι τους» τονίζει πιστοποιώντας πως «η ενεργοποίηση των μέτρων για το χρέος, η οποία θα εξαρτάται από την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών, και συμφωνήθηκε στο πλαίσιο της σημαντικής δέσμης μέτρων για το χρέος που συμφωνήθηκαν κατά τη συνεδρίαση της Ευρωομάδας της 22ας Ιουνίου 2018, θα εξαρτηθεί από τη θετική αξιολόγηση στη δεύτερη έκθεση που θα συνταχθεί βάσει του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας».
Στην έκθεση τονίζεται επίσης ότι η χώρα έχει αναλάβει δεσμεύσεις σε κρίσιμες δομικές μεταρρυθμίσεις που καλύπτουν έξι τομείς και επ’ αυτών υπάρχουν προθεσμίες έως τα μέσα του 2022: α) δημοσιονομικές και δημοσιονομικές-δομικές πολιτικές β) κοινωνική πρόνοια, γ) χρηματοπιστωτική σταθερότητα δ) αγορές προϊόντων και υπηρεσιών ε) ιδιωτικοποιήσεις στ) εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης.
Αναφορικά με την αύξηση του κατώτατου μισθού η Κομισιόν σημειώνει ότι είναι σημαντικό οι κοινωνικοί εταίροι και οι ελληνικές αρχές να κρατήσουν τις κινήσεις τους σε ότι αφορά τους μισθούς ευθυγραμμισμένες με αυτές στην παραγωγικότητα ώστε να προστατεύσουν τα κέρδη σε ότι αφορά τη ανταγωνιστικότητα της απασχόλησης τα οποία επιτεύχθηκαν κατά την διάρκεια των προγραμμάτων.
Η έκθεση αναγνωρίζει ότι παρά την πρόοδο οι χρηματοοικονομικές συνθήκες παραμένουν σφιχτές και μπορούν να εμποδίσουν την ανάκαμψη. Τα spread παρέμειναν υψηλά «εξαιτίας του δύσκολου εξωτερικού περιβάλλοντος και εγχώριων αδυναμιών. Αυτό το πλαίσιο θέτει ιδιαίτερες προκλήσεις για τον ιδιωτικό τομέα. Συνολικά η ισορροπία σε ότι αφορά τα μακροοικονομικά ρίσκα γέρνει προς το αρνητική (downside), και αυτό συνδέεται με την δυνητικές εγχώριες πολιτικές αστοχίες και μια αδύναμη ικανότητα εφαρμογής του τραπεζικού τομέα, όπως επίσης μια αρνητική εξωτερική εξέλιξη, περιλαμβανομένης της επιβράδυνσης στο παγκόσμιο εμπόριο.