Μια ευρεία εικόνα της αγοράς ελληνικών κρατικών αλλά και εταιρικών ομολόγων αναλύει και παρουσιάζει στο νέο της report η Alpha Bank.
Όπως διαπιστώνεται, το επενδυτικό ενδιαφέρον ενισχύεται, χάρη σε παράγοντες όπως η αισιοδοξία για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, τις συνέργειες από το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και τη γενικότερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Alpha Bank, η Ελλάδα επιδιώκει μετά από 13 χρόνια περίπου να ανακτήσει το καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας. Απέχει δύο βαθμίδες για τους οίκους αξιολόγησης S&P και Fitch και τρεις για τη Moody’s. Ακόμα και στην πανδημική κρίση, η ελληνική οικονομία επέδειξε αντοχές και αναβαθμίστηκε. Οι προοπτικές της σύμφωνα με τις Fitch και S&P προσδιορίζονται θετικές, ενώ σταθερές τις αποτιμά ο οίκος Moody’s.
Σημειώνεται ότι οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους (λήξη χρέους και τόκοι) ως προς τα έσοδα διαμορφώνονται το 2022 χαμηλότερα στην Ελλάδα (25%) συγκριτικά με την Ιταλία (BBB) και Ισπανία (Α-), κάτι που δρα ενισχυτικά στην πιθανότητα αναβάθμισης.
Σε περίπτωση που οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ανταποκριθούν στις προβλέψεις των διεθνών οίκων για την επόμενη πενταετία σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, η Ελλάδα αναμένεται να ανακτήσει το επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας. Αν το καταφέρει, αναμένεται η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου να αποκλιμακωθεί, προσεγγίζοντας την περιοχή που διαμορφώνονται οι αντίστοιχες αποδόσεις Κύπρου και Ιταλίας.
Το ελληνικό spread έναντι της Γερμανίας διαμορφώνεται σήμερα στις 243 μ.β. και σε υψηλό από την άνοιξη του 2020. Αν και η αύξηση των πιστωτικών περιθωρίων συνήθως αντικατοπτρίζει δυσμενή μεταβολή στον κίνδυνο χώρας, ωστόσο, όπως τονίζει η Alpha Bank, στην παρούσα συγκυρία ο ρόλος της περιορισμένης ρευστότητας φαίνεται να διαδραματίζει σημαντικότερο ρόλο. Στο περιβάλλον του επίμονου πληθωρισμού προστέθηκαν και οι γεωπολιτικές ανησυχίες που ευνοούν στροφή σε επενδυτικά καταφύγια, όπως τα γερμανικά ομόλογα διευρύνοντας περαιτέρω τη διαφορά τους με τις αποδόσεις των ελληνικών.
Ωστόσο, τα ελληνικά ομόλογα έχουν πολλούς θετικούς καταλύτες. Η δυναμική του δημοσίου χρέους έχει βελτιωθεί σημαντικά τα προηγούμενα έτη, αναφέρει η ανάλυση της Alpha Bank, λόγω της σημαντικής μείωσης του μέσου κόστους εξυπηρέτησης και της μεγάλης μέσης λήξης. Η ανακοίνωση της ΕΚΤ τον Δεκέμβριο του 2021 ότι θα συνεχιστούν οι αγορές ελληνικών ομολόγων κατά την περίοδο επανεπένδυσης των λήξεων των ομολόγων του προγράμματος PEPP, καταδεικνύει την πρόθεση να συνεχιστεί η στήριξη για τα ελληνικά ομόλογα και μετά τον Μάρτιο του 2022. Παρά την εκτιμώμενη αύξηση του μέσου κόστους δανεισμού, η βιωσιμότητα του χρέους δεν αναμένεται να επιβαρυνθεί.
Το ύψος του δημοσίου χρέους (εκτός repos) ανέρχεται περί τα €355 δισ.. Για το 2022 οι λήξεις χρέους αν εξαιρεθούν τα έντοκα γραμμάτια (€11,8 δισ.) και τα Repos (περί τα €30 δισ.) διαμορφώνονται στα €8 δισ.. Παράλληλα, είναι σημαντικό, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους αποτελείται από τα δάνεια σε EFSF και ESM(περίπου €190 δισ.), ενώ το υπόλοιπο μέρος των δανείων του ΔΝΤ (1,7 δισ. ευρώ) αναμένεται να αποπληρωθεί μέχρι τον Μάρτιο του 2022. Επιπλέον, το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων (περί τα €30 δισ.) είναι επαρκές για την κάλυψη των λήξεων χρέους και των δαπανών για τόκους το 2022 και 2023.
Οι αποδόσεις στη λήξη των δεκαετών ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης παρουσιάζουν εμφανή συσχέτιση με τα δημοσιονομικά μεγέθη, όπως παρατηρεί η Alpha Bank. Η Γερμανία με το χαμηλότερο δημοσιονομικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ και χαμηλό ποσοστό δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ απολαμβάνει τα οφέλη της χαμηλότερης απόδοσης. Παρατηρεί επίσης πως το ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ από μόνο του, δεν αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα αύξησης των αποδόσεων. Η Ισπανία και η Πορτογαλία με λόγο άνω του 100%, στη δεκαετία δανείζονται με επιτόκια πλησίον του 1%. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η μέση ληκτότητα χρέους και το μέσο επιτόκιο δανεισμού στα οποία η Ελλάδα εμφανίζει βελτιωμένη εικόνα.