Της Νικόλ Κ. Φινοπούλου, Δικηγόρος, Corporate Commercial Banking, ESG, Sustainable Finance, LLB. LLM (UCL). LPC, CISL, University of Cambridge
Έχει ήδη αποτυπωθεί, είναι γενικά παραδεκτό γεγονός και πλέον δεδομένο ότι η Κοινωνική Επιχειρηματικότητα (ΚΕ) είναι μέρος αυτού που ονομάζεται κοινωνική οικονομία. Η ΚΕ αποκτά ολοένα και περισσότερα ερείσματα και έχει δραστική επίδραση στην ανάπτυξη της οικονομίας πολλών χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), όπου ευδοκιμεί. Ταυτόχρονα συνεισφέρει πρακτικά, μεταξύ άλλων, στην καταπολέμηση της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού, στην αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης και στη ψηφιακή μετάβαση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει πειστεί για τις δυνατότητες και τις προοπτικές της κοινωνικής οικονομίας εξ ου και κατά την περίοδο προγραμματισμού 2014-2020 είχε διαθέσει μέσω του προϋπολογισμού της γύρω στα €2,5 δισ. για να στήριξη της κοινωνικής οικονομίας, ποσό το οποίο θα αυξηθεί περαιτέρω την περίοδο 2021-2027.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, περίπου 2,8 εκατομμύρια φορείς της κοινωνικής οικονομίας στην Ευρώπη προσφέρουν απτές και καινοτόμες λύσεις σε βασικές προκλήσεις, ενώ υπολογίζεται ότι απασχολεί περίπου 13,6 εκατομμύρια άτομα. Η μισθωτή απασχόληση κυμαίνεται μεταξύ 0,6% και 9,9% στα διάφορα κράτη μέλη.
Στην Ισπανία, για παράδειγμα, εντοπίζονται περίπου 43.000 κοινωνικές επιχειρήσεις, οι οποίες εργοδοτούν έμμεσα και άμεσα 2,2 εκατομμύρια ανθρώπους. Ως αποτέλεσμα ο κύκλος εργασιών της κοινωνικής οικονομίας στη χώρα αντιστοιχεί στο 10% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) της χώρας.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι συνεταιρισμοί, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 83% του μεριδίου αγοράς της γεωργίας στην Ολλανδία, το 79% στη Φινλανδία και το 50% στη Γαλλία.
Είναι αντιληπτό ότι οι Κοινωνικές Επιχειρήσεις αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη προοπτική δεδομένων των οικονομικών αβεβαιοτήτων, που περιβάλλουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη. Αναγνωρίζεται η δυνατότητά τους να συμβάλουν στην πράσινη μετάβαση με την ανάπτυξη βιώσιμων πρακτικών, αγαθών και υπηρεσιών για παράδειγμα στους τομείς της κυκλικής οικονομίας, της βιολογικής γεωργίας, της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, της στέγασης και της κινητικότητας.
Περιγράφοντας τα βασικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών επιχειρήσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειώνει ότι θα πρέπει να έχουν καινοτόμο χαρακτήρα, μέσω των αγαθών ή των υπηρεσιών που προσφέρουν και να απασχολούν τα πιο ευάλωτα μέλη της κοινωνίας συμβάλλοντας στην κοινωνική συνοχή, την απασχόληση και τη μείωση των ανισοτήτων. Χρειάζεται επίσης να είναι ανεξάρτητες, να έχουν διακυβέρνηση χωρίς αποκλεισμούς και να θέτουν όρια ως προς την κατανομή των κερδών και/ή των περιουσιακών στοιχείων.
Στην Κύπρο τα πράγματα κινούνται κάπως αργά και η έννοια κοινωνική επιχείρηση είναι ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι είναι διάχυτα στην κοινωνία όλα εκείνα τα συστατικά στοιχεία που απαιτούνται για την ανάπτυξη ενός οικοσυστήματος κοινωνικών επιχειρήσεων και κοινωνικής οικονομίας, όπως ο αλτρουισμός και το αίσθημα της αλληλεγγύης.
Όλα αυτά καταγράφονται στην έρευνα, που έχει πραγματοποιήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις κοινωνικές επιχειρήσεις και τα οικοσυστήματά τους στην Ευρώπη (Social enterprises and their ecosystems in Europe — Comparative synthesis report), η οποία έχει δημοσιευθεί το 2020. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ο τομέας, στη χώρα μας, είναι υπανάπτυκτος και εξαιρετικά μικρός καθώς αποτελείται από περίπου 190 οντότητες, ενώ επισημαίνει ταυτόχρονα την ανυπαρξία σχετικού νομικού πλαισίου.
Στη χώρα μας, βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία της διαμόρφωσης του σχετικού νομοθετικού πλαισίου που θα διέπει τη λειτουργία αυτών των ΚΕ.
Ενόψει αυτής της συζήτησης έχει ιδιαίτερη βαρύτητα να επισημάνουμε την ανάγκη δημιουργίας ενός περιβάλλοντος, που θα ευνοεί μέσω συγκεκριμένων φορολογικών και άλλων κινήτρων την προσέλκυση ενδιαφέροντος για δημιουργία κοινωνικών επιχειρήσεων στην Κύπρο. Οι σχετικοί κανονισμοί λειτουργίας θα πρέπει να είναι κατανοητοί και εφαρμόσιμοι και τα κίνητρα που θα παραχωρηθούν να είναι οικονομικά ελκυστικά (business oriented), ώστε το οικοσύστημα της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην Κύπρο, να μπορέσει να αναπτυχθεί ολοκληρωτικά σε ορθές βάσεις έστω κι αν οι προδιαγραφές του στο παρόν στάδιο δεν συνάδουν απόλυτα με τα δεδομένα της κυπριακής πραγματικότητας.