Γράφει η «ξενοδόχος»

  • “Κατά την άποψή σας, ποιοι κλάδοι θα ενισχύσουν την ανάπτυξη της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια”;
  • Η απάντηση που έδωσαν 202 στελέχη μεγάλων, ξένων επιχειρήσεων, οι μισές εκ των οποίων (110) έχουν ήδη επενδυτική παρουσία στην Ελλάδα ήταν σε ποσοστό 69% ο Tουρισμός. Εύρημα, το οποίο σε μεγάλο βαθμό, αναμενόμενο, αλλά ταυτόχρονα και ανησυχητικό, καθώς αντανακλά τη μεγάλη εξάρτηση της χώρας από έναν τομέα ευαίσθητο σε διεθνείς γεωπολιτικές αναταράξεις.

Αυτό επισημαίνουν οι αναλυτές της ΕΥ Ελλάδος, στο πλαίσιο της μεγάλης έρευνας, η οποία διενεργήθηκε μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων από το CSA Institute, με θέμα την ελκυστικότητα της χώρας μας ως επενδυτικού προορισμού.

Όπως επισημαίνει η ανάλυση της εταιρείας, κάθε άλλο παρά έκπληξη αποτελεί  το γεγονός ότι μεγάλη πλειοψηφία των ερωτηθέντων (69%) συμπεριέλαβε τον τουρισμό μεταξύ των δύο δυναμικότερων τομέων της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια, ενώ, για πάνω από τους μισούς (57%), ο τουρισμός ήταν η πρώτη επιλογή.

  • «Ο εν λόγω τομέας είναι από τους λίγους που αναπτύσσονται με σημαντικούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια, ενώ οι προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξη είναι ουσιαστικές, ιδιαίτερα εάν βελτιωθούν οι υποδομές», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
  • Επιπλέον, η Ελλάδα είναι ίσως από τις λίγες χώρες στην Ευρώπη όπου εξακολουθούν να υπάρχουν ανεκμετάλλευτες σημαντικές εκτάσεις για τουριστική αξιοποίηση με τη δημιουργία greenfield projects, έργων, δηλαδή, που ξεκινούν από μηδενική βάση, δημιουργώντας νέες εγκαταστάσεις ή / και θέσεις εργασίας.

 

  • «Ωστόσο, η ολοκληρωτική κυριαρχία του τομέα του τουρισμού μεταξύ των εκτιμήσεων των επενδυτών είναι ανησυχητική. Στον βαθμό που η εκτίμηση των ερωτώμενων αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, η εξάρτηση της οικονομίας, σε αυτόν τον βαθμό, από έναν μόνο τομέα είναι επικίνδυνη, ιδιαίτερα όταν αυτός είναι εξαιρετικά ευαίσθητος σε πιθανές αρνητικές εξελίξεις σε γεωπολιτικό επίπεδο ή σε φυσικές και οικολογικές καταστροφές».

Όμως, η ιεράρχηση αυτή καταδεικνύει και τις εδραιωμένες αντιλήψεις των επενδυτών για τα όρια των δυνατοτήτων και των ευκαιριών που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία.

Τομείς με αναμφισβήτητα σημαντικές προοπτικές, όπως τα logistics στη δεύτερη θέση μετά τον τουρισμό, (22% συνολικά και 8% ως πρώτη επιλογή), η ενέργεια (18% και 6%), το real estate (18% και 5%), η φαρμακοβιομηχανία (5% – μόνο σαν δεύτερη επιλογή) και η αγροτική οικονομία (1% και στα δύο) συγκεντρώνουν συγκριτικά λίγες προτιμήσεις.

Το ίδιο ισχύει και για τομείς στους οποίους η χώρα δεν έχει ενδεχομένως καταγράψει μέχρι σήμερα σημαντικές επιδόσεις, αλλά στους οποίους θα πρέπει να βασισθεί η αναπτυξιακή προσπάθεια, αν πρόκειται η χώρα να καταστεί ανταγωνιστική στο σημερινό διεθνές περιβάλλον.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι τομείς της  τεχνολογίας πληροφορικής & επικοινωνιών, που αναφέρεται από το 18% των ερωτώμενων (8% πρώτη επιλογή), και της καθαρής τεχνολογίας με μόλις 2%, οι οποίοι αποτελούν τις δύο βασικές επιλογές για την Ευρώπη με 39%20 και 25% των προτιμήσεων αντίστοιχα.

Η υποβάθμιση αυτή τομέων που παρουσιάζουν πραγματικές αναπτυξιακές προοπτικές οφείλεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, στις απαντήσεις των επιχειρήσεων που δεν έχουν παρουσία στην Ελλάδα, και, συνεπώς, ενδεχομένως δεν έχουν σαφή εικόνα των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων.

Έτσι, ο τομέας της ενέργειας προκρίνεται από το 27% των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και μόνο από το 7% όσων δεν έχουν παρουσία, ο τομέας των logistics από το 27% όσων βρίσκονται ήδη στην Ελλάδα και το 17% όσων δεν έχουν ακόμη δραστηριότητα, ενώ οι τεχνολογίες πληροφορικής & επικοινωνιών από το 22% και 14% αντίστοιχα. Δε συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τους υπόλοιπους τομείς που αναφέρθηκαν.

 

Η πορεία του τουρισμού

Όπως αναφέρει η ΕΥ, ο τουρισμός, στα χρόνια της κρίσης, αποτέλεσε το ανάχωμα στην ύφεση, καθώς συμβάλλει πάγια στη μείωση της ανεργίας, ενώ συνιστά έναν βασικό πυλώνα για την επάνοδο της οικονομίας σε βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά και μοχλό περιφερειακής ανάπτυξης και βασικής διαμόρφωσης του εισοδήματος σε συγκεκριμένες περιοχές.

Η εποχικότητα, όμως, που επιδεικνύει ο κλάδος, περιορίζει το τουριστικό προϊόν στην περίοδο του καλοκαιριού (Απρίλιος-Σεπτέμβριος), όπου καταγράφεται το 80,2% των αφίξεων και το 84,4% των εσόδων. Το 2018, η Ελλάδα υποδέχτηκε 30,1 εκατ. τουρίστες, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 10,8%, με τις εισπράξεις να διαμορφώνονται σε περίπου €15,9 δις (αύξηση κατά 11,7%).

Η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη ανήλθε στα €527, αυξημένη κατά 0,8%, που οφείλεται στην αύξηση της δαπάνης ανά διανυκτέρευση κατά 3% (από €68 σε €70). Το σύνολο της επενδυτικής δραστηριότητας του τουρισμού για το 2017 ανέρχεται σε €3,4 δις και για το 2018 σε €5 δις. Σημειώνεται ότι η άμεση συνεισφορά του τουρισμού στο ΑΕΠ εκτιμάται σε €21,6 δις το 2018, από €19 δις το 2017, συμβάλλοντας άμεσα στη δημιουργία του 11,7% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ (αθροιστικά) η άμεση και έμμεση συμβολή του εκτιμάται από 25,7% έως 30,9%