Το πρωτόγνωρο ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού Covid-19 επηρέασε δραστικά την καθημερινότητα των εργαζομένων, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων παγκοσμίως, οδηγώντας σε μια σειρά από προσαρμογές/μεταβολές, μεταξύ των οποίων και η εξ αποστάσεως εργασία.

Στο πλαίσιο αντιμετώπισης της πανδημίας, βασική αρχή ήταν η καθολική εφαρμογή της κοινωνικής αποστασιοποίησης, προκειμένου να αποτραπεί η διάδοση του κορωνοϊού και να προφυλαχθεί η δημόσια υγεία.

Οι επιχειρήσεις που μπορούσαν να συνεχίσουν την παραγωγική τους διαδικασία, υπό το ευρύτερο πλαίσιο του περιορισμού των μετακινήσεων και της ανάγκης για προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των εργαζομένων τους –όπου ήταν δυνατόν–, εφάρμοσαν για μέρος ή το σύνολο του προσωπικού τους καθεστώς εργασίας από το σπίτι, ενώ και ο δημόσιος τομέας ενθάρρυνε, όπου μπορούσε, την εργασία από το σπίτι.

Όπως προκύπτει από πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και από την ανάλυση των χαρακτηριστικών των εργασιών που θα μπορούσαν να γίνουν από το σπίτι, φαίνεται ότι εκεί συγκεντρώνονται περισσότερο εργασίες που μπορούν να χαρακτηριστούν «καλές» εργασίες. Εμφανίζουν σχετικά υψηλά ποσοστά πλήρους απασχόλησης, είναι σε επιστημονικά επαγγέλματα και σε επαγγέλματα κύρους και απολαμβάνουν τα γνωστά οφέλη της απασχόλησης στο Δημόσιο. Επιβεβαίωση αυτού είναι το γεγονός ότι κλάδοι με υψηλότερη ευχέρεια εργασίας από το σπίτι εμφανίζουν και υψηλότερες μηνιαίες αμοιβές.

Στο συμπέρασμα ότι η εξ αποστάσεως εργασία καθιερώνεται και στη χώρα μας καταλήγει και ο δεύτερος κύκλος έρευνας «Βαρόμετρο για τις συνθήκες εργασίας στην εποχή της νόσου Covid-19», που διεξήχθη από το συμβουλευτικό τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού της KPMG.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο, το 92% των εργαζομένων σε πολυεθνικές εταιρείες συνέχιζαν να εργάζονται εξ αποστάσεως ή εκ περιτροπής (το 93% εργάζονταν έτσι στον πρώτο κύκλο έρευνας), ενώ στις ελληνικές εταιρείες το 75% αυτών συνέχιζαν (έναντι του 82% στον πρώτο κύκλο έρευνας).

Συνολικά αυξήθηκε και έφτασε στο 93% η υιοθέτηση από τις εταιρείες του μέτρου της τηλεργασίας (88% στον πρώτο κύκλο), καθώς και του μέτρου της εκ περιτροπής εργασίας, που έφτασε το 32% (από 21% στον πρώτο κύκλο).

Σημαντική διαφοροποίηση διαπιστώθηκε στην αίσθηση που έχουν οι εργαζόμενοι σχετικά με το μέλλον της εξ αποστάσεως εργασίας στην Ελλάδα. Βελτιώθηκε σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων που θεωρούν ότι θα ενσωματωθεί στην πολιτική των εταιρειών ως μόνιμη μορφή εργασίας και ανέρχεται στο 40% έναντι του 11% του πρώτου κύκλου.

Ποσοστό 72% των εργαζομένων σε πολυεθνικές εταιρείες έχουν θετική στάση αναφορικά με την εξ αποστάσεως εργασία, έναντι του 62% αυτών σε ελληνικές εταιρείες. Ο κλάδος της πληροφορικής και τεχνολογίας παρουσιάζει θετική στάση άνω του 80%, με τον κλάδο της βαριάς βιομηχανίας να βρίσκεται στο 56%. Το 70% των μη διοικητικών στελεχών εμφανίζουν θετική στάση, έναντι του 53% των ιδιοκτητών/γενικών διευθυντών.

Η εξοικείωση με τα πληροφοριακά συστήματα έχει άμεση επιρροή στην παραγωγικότητα, η οποία μεταβάλλεται θετικά από 36% σε 42% για όσους δηλώνουν εξοικειωμένοι, ανεξαρτήτως του αν εργάζονται σε ελληνικές ή πολυεθνικές εταιρείες.

Υπάρχει θετική συσχέτιση με την παραγωγικότητα για όσους δηλώνουν ότι έχουν προσαρμοστεί πλήρως στην εξ αποστάσεως εργασία (το 78% έχει επηρεαστεί θετικά).

Το 40% των γυναικών εκτιμούν ότι η τηλεργασία έχει επιδράσει θετικά στην παραγωγικότητά τους, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των αντρών βρίσκεται στο 33%, ενώ ανά ηλικιακή ομάδα παρατηρούμε και πάλι μια προοδευτική αύξηση της θετικής επίδρασης όσο μικραίνουν οι ηλικιακές ομάδες, από 26% για τους άνω των 60 ετών, έως 58% για τους κάτω των 30 ετών.

Μεγαλύτερη δυσκολία στην εξ αποστάσεως εργασία επιφέρει η απουσία σαφών ορίων μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου. Ως σημαντικότερη αιτία αναδείχθηκε η αύξηση του φόρτου εργασίας (58%). Η αύξηση του φόρτου εργασίας είναι πιο αισθητή στους εργαζομένους σε πολυεθνικές εταιρείες (60%) και για τα διοικητικά στελέχη (67%). Αντιθέτως, φαίνεται ότι στις ελληνικές εταιρείες η αύξηση του φόρτου εργασίας δημιουργεί μεγαλύτερη δυσκολία για τους υπαλλήλους γραφείου.

Η ανησυχία των εργαζομένων για την εγχώρια οικονομία παρουσιάζει αύξηση, φτάνοντας το 83%, σε σχέση με τον πρώτο κύκλο της έρευνας (76%), ενώ η ανησυχία σε σχέση με τη σωματική και ψυχολογική υγεία έχει μειωθεί στο 54%, έναντι του 63% του πρώτου κύκλου της έρευνας.

Με αφορμή τα ευρήματα αυτά, η Βερώνη Παπατζήμου, γενική διευθύντρια της KPMG στην Ελλάδα, δήλωσε: «Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαιώνουν ότι το εργασιακό μοντέλο της εξ αποστάσεως εργασίας εφαρμόστηκε με εσπευσμένο τρόπο και υπό αντίξοες συνθήκες, στην πλειονότητά τους εργαζόμενοι και μάνατζερς θεωρούν ότι η παραγωγικότητα παρέμεινε στα ίδια επίπεδα ή και βελτιώθηκε. Οι εργαζόμενοι βίωσαν όλη αυτήν την αλλαγή στην εργασιακή καθημερινότητά τους έχοντας επιπροσθέτως να διαχειριστούν και μια σειρά από άλλες αγωνίες για τα οικονομικά, την προσωπική τους υγεία και των αγαπημένων τους, την παραμονή στον ίδιο χώρο για πολλές ημέρες, τους αντιπερισπασμούς από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Στην πλειοψηφία τους κατάφεραν να προσαρμοστούν και δηλώνουν ότι θα ήθελαν να καθιερωθεί η εξ αποστάσεως εργασία ως το νέο εργασιακό μοντέλο. Για να υλοποιηθεί η επιθυμία πολλών πλέον εργαζομένων θα πρέπει οι εταιρείες να εκσυγχρονίσουν και να απλοποιήσουν τις διαδικασίες τους, να αναγνωρίσουν σε ποιες περιπτώσεις απαιτείται η διά ζώσης εργασία και επιπλέον να επενδύσουν στο ανθρώπινο δυναμικό τους, διοικητικό και μη, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά την εργασία εξ αποστάσεως, προκειμένου να διασφαλίσουν την απαραίτητη εμπλοκή και δέσμευση των εργαζομένων».

Κυριότερα ευρήματα μελέτης ΚΕΠΕ

 Ακολουθώντας την πρόσφατη μεθοδολογία που διαχωρίζει τις εργασίες ανάλογα με το περιεχόμενο και τις δραστηριότητές τους σε δυνάμενες και μη να γίνουν από το σπίτι, η μελέτη του ΚΕΠΕ εκτιμά ότι, με βάση τα στοιχεία του 2019, το 32,8% των εργαζομένων στην Ελλάδα θα μπορούσαν να εργαστούν από το σπίτι. Σε απόλυτο μέγεθος αυτό ισοδυναμεί με 1.263 χιλιάδες εργαζομένους. Το ποσοστό αυτό δεν διαφέρει πολύ από εκείνο άλλων ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, αν και είναι σχετικά χαμηλότερο.

Σημειώνεται ότι η παρούσα ανάλυση, χωρίς να αξιολογεί τα όποια θετικά (εξοικονόμηση του χρόνου μετάβασης και επιστροφής, αποφυγή του κόστους μετακίνησης, συνδυασμός επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, μείωση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης), αλλά και αρνητικά χαρακτηριστικά της εργασίας από το σπίτι (ενίσχυση του άτυπου χαρακτήρα της εργασιακής σχέσης και εμπλοκή επαγγελματικών και οικιακών δραστηριοτήτων, δυσκολία ελέγχου και αξιόπιστης αξιολόγησης της οίκοι καταβαλλόμενης προσπάθειας και παραγόμενου έργου, μετακύλιση κόστους από τις επιχειρήσεις προς τον εργαζόμενο), εξετάζει ποιο είναι το ποσοστό των εργαζομένων που, με βάση τα χαρακτηριστικά της εργασίας του, έχει τη δυνατότητα να εργάζεται από το σπίτι.

 Χαρακτηριστικά εργασίας

 

  • Σχεδόν οι τρεις στους τέσσερις που ανήκουν στις επαγγελματικές κατηγορίες Υπάλληλοι Γραφείου, Ανώτερα Διοικητικά και Διευθυντικά Στελέχη και Επαγγελματίες θα μπορούσαν δυνητικά να εργαστούν από το σπίτι.
  • Οι Επαγγελματίες αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα που μπορούν δυνητικά να εργαστούν από το σπίτι. Από τους 556 χιλιάδες Επαγγελματίες που μπορούν να εργαστούν από το σπίτι το 46% είναι εκπαιδευτικοί, το 20% επαγγελματίες σε επιχειρήσεις και από 15% είναι οι μηχανικοί και οι νομικοί. Οι Επαγγελματίες του τομέα υγείας είναι μόλις το 1%.
  • Στον αντίποδα, τη χαμηλότερη δυνατότητα εργασίας από το σπίτι έχουν οι Χειριστές Βιομηχανικών Εγκαταστάσεων, Μηχανημάτων και Εξοπλισμού (1,3%).
  • Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ένας στους δύο που ανήκουν στην κατηγορία Τεχνικοί και Ασκούντες Συναφή Επαγγέλματα εκτιμάται ότι θα μπορούσε να εργαστεί από το σπίτι, καθώς επίσης και σχεδόν ο ένας στους δέκα (10,8%) απασχολούμενους στην Παροχή Υπηρεσιών και Πωλητές.
  • Με βάση τον κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, στο ένα άκρο υπάρχουν κλάδοι όπως τα Ορυχεία και τα Ξενοδοχεία, με αρκετά χαμηλή ευχέρεια εργασίας από το σπίτι, ενώ στο άλλο κλάδοι όπως η Εκπαίδευση και Διαχείριση Ακινήτων και Επιστημονικές Εργασίες, με αρκετά υψηλή.
  • Γενικότερα, φαίνεται ότι κλάδοι που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες (μεταποίηση, ορυχεία, γεωργία, ξενοδοχεία) εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά ευχέρειας εργασίας από το σπίτι από ό,τι κλάδοι που στρέφονται κυρίως στην εγχώρια αγορά.
  • Η δυνατότητα για εργασία από το σπίτι είναι μεγαλύτερη σε κλάδους με υψηλότερους μέσους μισθούς.
  • Με βάση τη θέση στο επάγγελμα, το υψηλότερο ποσοστό αυτών που θα μπορούσαν να εργαστούν από το σπίτι το εμφανίζουν οι μισθωτοί (38,3%), ακολουθούμενοι από τους αυτοαπασχολουμένους με προσωπικό (εργοδότες) με 32,4%. Στον αντίποδα, οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό εμφανίζουν χαμηλό ποσοστό (18,9%), γεγονός που συνδέεται με το ότι στην Ελλάδα πολλοί αυτοαπασχολούμενοι είναι αγρότες, τεχνίτες, επισκευαστές, των οποίων η εκτέλεση της εργασίας τους απαιτεί απομάκρυνση από το σπίτι.
  • Οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν υψηλότερη δυνατότητα εργασίας από το σπίτι (34,6%-68,2%, ανάλογα με το είδος της δημόσιας επιχείρησης), έναντι των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα (27%). Αυτό, σε πολύ μεγάλο βαθμό, οφείλεται στα επαγγέλματα εκπαίδευσης, τα οποία αντιπροσωπεύουν πολύ μεγάλο αριθμό των δημόσιων υπαλλήλων και θεωρητικά αυτοί θα μπορούσαν να εργαστούν από το σπίτι, καθώς και σε επαγγέλματα τα οποία απαιτούν τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών.
  • Οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση καταγράφουν μικρότερο ποσοστό εργασίας από το σπίτι (25,5%) έναντι εκείνων της πλήρους απασχόλησης (33,6%), ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσής τους στη γεωργία και σε καταστήματα λιανικής.
  • Αξιοσημείωτο είναι επίσης το ότι η εργασία από το σπίτι διευκολύνεται περισσότερο στις παραγωγικές μονάδες με προσωπικό πάνω από 10 εργαζομένους (42,8%), παρά στις μικρότερες μονάδες (27,5%).

Ατομικά χαρακτηριστικά εργαζομένων 

  • Η δυνατότητα εργασίας από το σπίτι είναι υψηλότερη για τις γυναίκες (40,2%) έναντι των ανδρών (27,3%).
  • Οι πιο νέοι (έως 29 ετών) και οι πιο ηλικιωμένοι (άνω των 60) εμφανίζουν χαμηλότερη δυνατότητα κατ’ οίκον εργασίας από τους εργαζομένους ηλικίας 30-59.
  • Υπάρχει θετική σχέση μεταξύ των εκπαιδευτικών προσόντων των εργαζομένων και της δυνατότητας εργασίας από το σπίτι. Το 59,2% των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (τουλάχιστον ΤΕΙ) μπορούν δυνητικά να εργαστούν από το σπίτι, ενώ για τη χαμηλότερη εκπαιδευτική βαθμίδα (υποχρεωτική εκπαίδευση, περιλαμβανομένου του Γυμνασίου) το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 7,2%. Για τους απόφοιτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εκτιμάται ότι το 23,2% θα μπορούσε να εργαστεί από το σπίτι.
  • Η δυνατότητα εργασίας από το σπίτι εμφανίζεται αρκετά υψηλότερη στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας και διαφοροποιείται με βάση τη γεωγραφική περιφέρεια. Τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στην Περιφέρεια Αττικής (41,8%) και στην Κεντρική Μακεδονία (31,3%) και τα χαμηλότερα στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (24%) και στη Στερεά Ελλάδα (24%).

Συμπεράσματα

 Η μελέτη του ΚΕΠΕ συμπεραίνει ότι, αν και υπάρχουν περιθώρια επέκτασης του θεσμού της εργασίας από το σπίτι, αυτή απαιτεί προσεκτικά βήματα, καθώς μπορεί να διευρύνει τις υφιστάμενες ανισότητες μεταξύ καλών και λιγότερο καλών θέσεων εργασίας, ενώ μπορεί να βλάψει την αποτελεσματική απασχόληση κάποιων εργαζομένων.

Η εργασία από το σπίτι, που αποτελεί μια εκδήλωση ευκαμψίας στην αγορά εργασίας, έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Εφόσον υπάρξει πολιτική βούληση, μπορεί να διαμορφωθεί το αναγκαίο νομικό πλαίσιο, το οποίο να εξασφαλίζει τα δικαιώματα του εργαζομένου και να μη δυσχεραίνει την επιλογή εργασίας από το σπίτι για τις επιχειρήσεις. Η πρόσφατη εμπειρία έδειξε ότι η εργασία από το σπίτι σε ακραίες περιστάσεις, όπως η πανδημία του κορωνοϊού Covid-19, είναι απαραίτητη τόσο για ψυχολογικούς όσο και για οικονομικούς λόγους.

Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι η εργασία από το σπίτι είναι εννοιολογικά διαφορετική από την τηλεργασία. Η τηλεργασία περιλήφθηκε για πρώτη φορά στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του 2006-07 και ορίζεται ως «(…) μια μορφή οργάνωσης ή/και εκτέλεσης εργασίας που χρησιμοποιεί τεχνολογίες πληροφορικής, βάσει μιας σύμβασης ή σχέσης εργασίας, όπου μια εργασία που θα μπορούσε επίσης να εκτελεστεί στις εγκαταστάσεις του εργοδότη εκτελείται κανονικά εκτός αυτών των εγκαταστάσεων». Συνεπώς, η τηλεργασία δεν περιλαμβάνει όσους εργάζονται στο σπίτι τους χωρίς τη χρήση τεχνολογιών πληροφορικής ούτε τους αυτοαπασχολουμένους. Έτσι η εργασία από το σπίτι είναι κάτι πιο ευρύ από την τηλεργασία.

Το παράδειγμα της PwC

 Στο πλαίσιο των παραπάνω, η PwC Ελλάδας ανακοίνωσε πρόσφατα ότι διευρύνει την πολιτική της εξ αποστάσεως εργασίας που εισήγαγε πιλοτικά τον Φεβρουάριο του 2019 και η οποία εντάσσεται στο πρόγραμμα ενδυνάμωσης και ευεξίας “Be well, work well”. Το νέο μοντέλο εργασιακής ευελιξίας αποτελεί μετεξέλιξη του πιλοτικού προγράμματος “Wherever Works” που εφαρμόζεται τους τελευταίους 16 μήνες και το οποίο προσφέρει, μέχρι σήμερα, τη δυνατότητα εξ αποστάσεως εργασίας έως μία φορά την εβδομάδα.

Με αφετηρία την ισχυρή τεχνολογική υποδομή που διαθέτει η PwC Ελλάδας, η καθιέρωση της ευέλικτης εργασίας ως προσωπικής επιλογής του εργαζομένου, χωρίς περιορισμό ημερών, έρχεται να συμπληρώσει τη δημιουργία μιας νέας κουλτούρας, που προσαρμόζεται σε νέα δεδομένα και στις ανάγκες των ανθρώπων της εταιρείας.

Η απόφαση της εξέλιξης της πολιτικής σηματοδοτήθηκε από τα θετικά σχόλια των εργαζομένων κατά την πιλοτική εφαρμογή της αλλά και των πελατών της εταιρείας για την απρόσκοπτη προσφορά των υπηρεσιών και την επιτυχημένη μετάβαση σε καθεστώς καθολικής τηλεργασίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού.

Η νέα καθημερινότητα για τους περισσότερους από 1.300 εργαζομένους της PwC επιτρέπει την απόκτηση μεγαλύτερου ελέγχου του προσωπικού τους χρόνου, με κύριο άξονα την ευελιξία σε ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης, που υποστηρίζει τη διατήρηση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών σε υψηλά επίπεδα.

Η Αλεξάνδρα Κλήμη, Human Capital Director της PwC Ελλάδας, δηλώνει σχετικά: «Βγαίνοντας από μια δύσκολη περίοδο τόσο για τη χώρα όσο και παγκοσμίως και έχοντας πλέον βιώσει τα οφέλη της τηλεργασίας, θεωρούμε πως είναι η κατάλληλη στιγμή να καθιερώσουμε μεγαλύτερη ευελιξία στον τρόπο που εργαζόμαστε. Στην PwC, έχοντας ως προτεραιότητα τους ανθρώπους μας, πιστεύουμε πως η καθιέρωση ενός σύγχρονου προγράμματος εργασίας απαντάει ουσιαστικά στην ανάγκη για ευελιξία, δίνοντας στον καθένα μας τη δυνατότητα να καθορίσει, σε συνεργασία με τον προϊστάμενό του, τη διάρκεια και τη συχνότητα της εργασίας από απόσταση. Διατηρώντας πάντα την επιλογή της φυσικής παρουσίας στο γραφείο, το οποίο δεν αντικαθίσταται και συνεχίζει να αποτελεί πόλο διά ζώσης συνεργασίας, ο εργαζόμενος πλέον μπορεί να προσαρμόσει την εργασία του με βάση τις προσωπικές του ανάγκες».

………………………………

Αναδημοσίευση, Περιοδικό ΧΡΗΜΑ, τευχ. Μαι-Ιουν 2020