Ο κλάδος των κατασκευών κινείται και πάλι ανοδικά, κυρίως λόγω της αύξησης του κύκλου εργασιών των μεγάλων κατασκευαστικών ομίλων από σημαντικά έργα υποδομών στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, αυξάνοντας τη συμμετοχή του στο ΑΕΠ της χώρας.
Στον τομέα των κατασκευών δραστηριοποιούνται χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) και επαγγελματίες. Όπως αναφέρεται στην τελευταία μελέτη του ΙΟΒΕ για τον κλάδο, η αξία παραγωγής του κλάδου των κατασκευών υποχώρησε δραματικά μετά το 2007, προκαλώντας συρρίκνωση της κερδοφορίας και μείωση των επενδύσεων του τομέα.
Ωστόσο, μετά από μία δεκαετία συρρίκνωσης και αποεπένδυσης, οι προοπτικές για τις Κατασκευές διαγράφονται ιδιαιτέρως θετικές. Το Ταμείο Ανάκαμψης μαζί με τα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά Ταμεία και τους εθνικούς πόρους θα χρηματοδοτήσουν έργα υποδομών που θα τροφοδοτήσουν την ισχυρή ανάπτυξη των Κατασκευών τα επόμενα χρόνια.
Με βάση την ανάλυση των δράσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΕΣΑΑ), εκτιμάται ότι επιχορηγήσεις ύψους 7,96 δισ. ευρώ θα κατευθυνθούν σε έργα που έχουν άμεση σχέση με τις Κατασκευές, κινητοποιώντας συνολικούς πόρους ύψους 13,3 δισ. ευρώ.
Τα κατασκευαστικά έργα που θα στηριχθούν με επιχορηγήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης αφορούν κυρίως τους τομείς της ενέργειας (4,6 δισ. ευρώ), των μεταφορών (4,1 δισ. ευρώ) και του περιβάλλοντος (2,9 δισ. ευρώ).
Μαζί με τους πόρους από τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης (και τους κινητοποιούμενους από τα δάνεια πόρους χρηματοδότησης) εκτιμάται ότι για έργα με άμεση σχέση με τις Κατασκευές θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν την περίοδο 2022-2026 συνολικέά 27,0 δισ. ευρώ (επιχορηγήσεις 13,3 δισ. ευρώ και δάνεια 13,7 δισ. ευρώ).
Συνεπώς οι επενδύσεις σε Κατασκευές –κυρίως στις Υποδομές– εκτιμάται ότι θα ενισχύσουν σημαντικά το μερίδιό τους στο ΑΕΠ την περίοδο 2022-2026. Μεσοπρόθεσμα εκτιμώνται επιπρόσθετες επενδύσεις σε υποδομές και κατοικίες ετησίως ύψους έως 4,1% του ΑΕΠ (συγκριτικά με το 2020), με το ποσοστό των επενδύσεων σε κατασκευαστικά έργα να φτάνει μέχρι το 8,1% του ΑΕΠ το 2025, από 4% το 2020.
Εκτιμάται επίσης ότι η αξία παραγωγής των κατασκευαστικών έργων υποδομών και κατοικιών θα ακολουθήσει ισχυρή ανοδική πορεία την περίοδο 2022-2026, ξεπερνώντας τα 18 δισ. ευρώ το 2025, από 7,6 δισ. ευρώ το 2020 (Διάγραμμα 2).
Εξαιτίας της ισχυρής επίδρασης των επενδύσεων του ΕΣΑΑ, η συνολική ώθηση θα δοθεί σε μεγαλύτερο βαθμό από τις επενδύσεις σε υποδομές και κατασκευαστικά έργα, πλην κατοικιών. Όμως, και η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα θα ενισχυθεί συγκριτικά με το (χαμηλό) επίπεδο που καταγράφηκε το 2020.
Οι χρηματοδοτικές δυνατότητες από ευρωπαϊκούς πόρους θα είναι σαφώς αυξημένες στην περίοδο μέχρι το 2027 σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Η διεύρυνσή τους οφείλεται κυρίως στα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (ΕΤΑ) (NextGenerationEU), του έκτακτου χρηματοδοτικού μηχανισμού της ΕΕ για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης. Μεγάλο τμήμα των πόρων (37%) θα κατευθυνθεί σε επενδύσεις για την προώθηση της πράσινης ανάπτυξης, που είναι ένας από τους δύο πυλώνες της επιδιωκόμενης διττής μετάβασης στην ΕΕ (πράσινη-ψηφιακή). Η υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων με αυτήν την κατεύθυνση, αλλά και για άλλους σκοπούς (π.χ. σε υποδομές μεταφορών), θα πραγματοποιηθεί ως επί το πλείστον με τη συμμετοχή του τομέα των κατασκευών.
Ενδεικτικά, το ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την άντληση πόρων από το ΕΤΑ περιλαμβάνει προϋπολογισμό άμεσων ενισχύσεων 6,2 δισ. ευρώ για έργα πράσινης μετάβασης (π.χ. ενεργειακή αναβάθμιση κτηριακού αποθέματος, πράσινο και βιώσιμο σύστημα μεταφορών), ενώ οι πρόσθετοι ιδιωτικοί πόροι που αναμένεται να μοχλευθούν για τις συγκεκριμένες επενδύσεις αγγίζουν τα 5,4 δισ. ευρώ.
Στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2021-2027, ο προϋπολογισμός των κοινοτικών ενισχύσεων για έργα για το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή πλησιάζει τα 3,0 δισ. ευρώ, με την εθνική συμμετοχή στα 628 εκατ. ευρώ, ενώ για τα έργα στις Μεταφορές τα αντίστοιχα μεγέθη είναι 1,84 δισ. ευρώ και 370 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, ο τομέας των κατασκευών θα έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει διαθέσιμα κεφάλαια για την αναβάθμιση της υλικοτεχνικής υποδομής του, προκειμένου να αντεπεξέλθει στις αυξημένες μελετητικές απαιτήσεις των έργων (π.χ. μέσα από το πρόγραμμα «Ψηφιακός Μετασχηματισμός» του ΕΣΠΑ).
Εκτός από τη διαθεσιμότητα περισσότερων κοινοτικών πόρων τα επόμενα χρόνια –οι οποίοι πρέπει να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο των στόχων των παραπάνω προγραμμάτων–, έχει εκπονηθεί μεσοπρόθεσμο σχέδιο για την αξιοποίηση του αμιγώς χρηματοδοτούμενου από εθνικούς πόρους σκέλους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης 2021-2025. Οι δύο από τους πέντε άξονές του αφορούν στην πράσινη ανάπτυξη και την ανάπτυξη υποδομών.
Η υλοποίηση του ΕΠΑ ξεκίνησε την 1η Ιουλίου 2021. Έχει ως στόχο να είναι εμπροσθοβαρής, με διάθεση του 70% του συνολικού προϋπολογισμού του (10 δισ. ευρώ) στα δύο πρώτα έτη, ενώ το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών έχει με διαφορά το μεγαλύτερο μερίδιο επί αυτών (26%). Με βάση τα παραπάνω, είναι απαραίτητη η ετοιμότητα του κατασκευαστικού τομέα για την υλοποίηση του σημαντικού όγκου έργων, με διαθεσιμότητα επαρκών κεφαλαίων κίνησης και κατάλληλης υλικοτεχνικής υποδομής. Σε συνδυασμό με τα χρηματοοικονομικά εργαλεία της ΕΚΤ, η αξιοποίηση των οποίων από το τραπεζικό σύστημα είναι ήδη εκτεταμένη, διαμορφώνεται ένα ευνοϊκό πλαίσιο άντλησης κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μεσοπρόθεσμα.
Αριθμός και μέγεθος επιχειρήσεων του τομέα των κατασκευών
Στον κλάδο των κατασκευών στην Ελλάδα δραστηριοποιήθηκαν το 2020 περίπου 61.500 επιχειρήσεις (Διάγραμμα 2.3). Σχεδόν 2 στις 3 επιχειρήσεις δραστηριοποιήθηκαν στον τομέα των εξειδικευμένων κατασκευαστικών εργασιών. Το 27,6% των επιχειρήσεων είχαν ως κύριο αντικείμενο τις κατασκευές κτηρίων.
Αρκετά μικρότερος είναι ο αριθμός των επιχειρήσεων που εκτελούν έργα πολιτικού μηχανικού (4.830 επιχειρήσεις ή το 8% του συνόλου). Μεταξύ του 2009 και του 2020 ο αριθμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιήθηκαν στον κλάδο των κατασκευών μειώθηκε κατά περίπου 51.400 (-46%). Η μείωση αυτή διαπερνά το σύνολο των επιμέρους τμημάτων του κλάδου, αλλά παρουσίασε μεγαλύτερη ένταση στην κατασκευή κτηρίων (-55%).
Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων του κλάδου των κατασκευών στην Ελλάδα (96,8% το 2019) είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις (ατομικές επιχειρήσεις, αυτοαπασχολούμενοι-επιχειρήσεις με απασχόληση μικρότερη από 10 άτομα). Οι επιχειρήσεις αυτές αντιπροσωπεύουν, ωστόσο, το 36,4% της αξίας παραγωγής των Κατασκευών. Μόλις 15 επιχειρήσεις απασχολούν περισσότερους από 250 εργαζομένους, αλλά αντιπροσωπεύουν το ¼ της αξίας παραγωγής των Κατασκευών.
Το μικρό μέγεθος των επιχειρηματικών μονάδων μπορεί να συνδέεται με δυσμενέστερες συνθήκες πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
Αποτελεί, ωστόσο, ένα εγγενές χαρακτηριστικό του κλάδου των κατασκευών, ο οποίος αντιμετωπίζει τη –συχνά απρόβλεπτη– διακύμανση της ζήτησης για κατασκευή ποικίλων έργων διαφορετικού βαθμού τεχνικών απαιτήσεων σε διαφορετικές περιοχές της χώρας.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η ευελιξία των επιχειρήσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική –κύρια μέριμνα των επιχειρήσεων είναι η ελαχιστοποίηση του πάγιου κόστους (π.χ. αμοιβές μόνιμου προσωπικού), η οποία επιτυγχάνεται (και) με τη σύναψη υπεργολαβιών με μικρές επιχειρήσεις για συγκεκριμένες κατασκευαστικές εργασίες.
Στις δραστηριότητες αρχιτεκτόνων & μηχανικών λειτούργησαν το 2019 περίπου 46.000 επιχειρήσεις. Σχεδόν 9 από τις 10 επιχειρήσεις αφορούν αυτοαπασχολούμενους που συγκεντρώνουν το 41% του κύκλου εργασιών του κλάδου. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (απασχόληση 2 έως 9 άτομα) αποτελούν το 12% του συνολικού πλήθους επιχειρήσεων και συγκεντρώνουν το 32% του συνολικού κύκλου εργασιών των δραστηριοτήτων αρχιτεκτόνων & μηχανικών, ενώ περίπου 400 επιχειρήσεις με απασχόληση μεγαλύτερη των 10 ατόμων συγκεντρώνουν το υπόλοιπο 27% του κύκλου εργασιών του κλάδου.
Συμπερασματικά, οι προοπτικές για τις Κατασκευές είναι, υπό προϋποθέσεις, θετικές. Η προσδοκώμενη άνοδος της κατασκευαστικής δραστηριότητας θα ενισχύσει την ανάγκη των επιχειρήσεων και των επαγγελματιών του τομέα για χρηματοδότηση τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, οι δυσκολίες στη χρηματοδότηση και το υψηλότερο (συγκριτικά με άλλες χώρες της ευρωζώνης) κόστος δανεισμού των τεχνικών επιχειρήσεων και επαγγελματιών παραμένουν σημαντικά εμπόδια.
Συγχρόνως, το χρηματοδοτικό κενό στην Ελλάδα είναι σταθερά υψηλότερο έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Οι δυσκολίες στη χρηματοδότηση και το υψηλό χρηματοδοτικό κενό μπορούν να αμβλυνθούν με τη χρήση διαφόρων χρηματοδοτικών εργαλείων (π.χ. εγγυητικά κεφάλαια, επιδότηση επιτοκίου κ.ά.), ώστε αντίστοιχα να περιοριστούν οι έντονες διαταραχές στην επιχειρηματική δραστηριότητα και στο επίπεδο των επενδύσεων και να υλοποιηθούν απρόσκοπτα οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε κατασκευαστικά έργα τα επόμενα χρόνια.
Από το περιοδικό ΧΡΗΜΑ