Η σταδιακή απόσυρση των επενδυτών από τη χρήση του ευρώ, με ανάλογη μετακίνηση/χρήση του δολαρίου, συμπίπτει με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, εντάθηκε δε μετά τη δολοφονική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ. Η ενεργοποίηση δύο πολεμικών μετώπων –ειδικότερα το ένα εντός της αυλής της Ευρώπης– είχε ως συνέπεια την ταχύτερη διολίσθηση της ευρωοικονομίας, την τεράστια επιβάρυνση στο κόστος παραγωγής και, συνακόλουθα, τη μείωση των εξαγωγών προς την Κίνα και άλλες κύριες αγορές.
Παράλληλα, λόγω της ασθενούς ανάπτυξης ή και της ύφεσης, συρρικνώθηκε η ζήτηση και στην εσωτερική αγορά της ευρωζώνης. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις επιβαρύνθηκαν έτι περαιτέρω, ενώ το φθηνό ρωσικό αέριο αναπληρωνόταν από το –δύο έως και τέσσερις φορές– ακριβότερο αμερικανικό LNG.
Η παραπάνω κατάσταση έγινε δυσχερέστερη μετά την κλιμάκωση της πολιτικοοικονομικής κρίσης στη Γαλλία και τη διογκούμενη στη Γερμανία, με τη διολίσθηση του ευρώ να προσλαμβάνει ταχύτερους ρυθμούς. Εξέλιξη που σήμανε συναγερμό στα οικονομικά κέντρα της Ευρώπης, καθώς είναι πολύ πιθανό να επαναφέρει τον εφιάλτη του πληθωρισμού, με μηδενική ή αρνητική ανάπτυξη, δηλαδή στασιμοπληθωρισμό.
Η πτώση της ισοτιμίας του ευρώ σημαίνει πως η Ευρώπη –κατ’ επέκταση και η Ελλάδα– θα πληρώνει σταδιακά όλο και ακριβότερα την ενέργεια για να λειτουργεί τα εργοστάσια και να θερμαίνει τα σπίτια των πολιτών της τον χειμώνα. Χειρότερο όμως είναι το γεγονός ότι το κόστος σταδιακά θα διευρύνεται, ακόμη κι αν οι τιμές των ενεργειακών προϊόντων παραμένουν σταθερές, λόγω της απόκλισης στην ισοτιμία ευρώ-δολαρίου.
Όσο για το (δυνητικό) κέρδος από ένα «μαλακό» ευρώ, που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν πιθανό, αυτό στην πράξη θα ακυρωθεί, λόγω της ακριβότερης ενέργειας, που θα επιβαρύνει το κόστος παραγωγής και συνακόλουθα θα μειώνει την ανταγωνιστικότητα έναντι των αμερικανικών, των κινεζικών κ.ά.
Ενδεικτική της φθίνουσας πορείας της ευρωπαϊκής οικονομίας και επιχειρηματικότητας –πολύ πριν από την εκ νέου υποψηφιότητα του Τραμπ– είναι η κατάληξη που αποτυπώνεται στην κατάταξη των διεθνών ομίλων σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή αξία τους. Όπως αναφέρεται (Reuters), στους 20 δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε ένας ευρωπαϊκός, με τις αμερικανικές να φθάνουν τις 17 και οι άλλες 3 να είναι η Αράμκο (Σαουδική Αραβία), η εταιρεία κατασκευής μικροεπεξεργαστών TSMC (Ταϊβάν) και η κινεζική TenCent.
Εξίσου ενδεικτική (σε όρους χρηματιστηριακής αξίας) είναι η σχέση κολοσσών τεχνολογίας των ΗΠΑ με αντίστοιχα ΑΕΠ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρώπης. Στα 3,78 τρισ. δολ. αποτιμάται η Apple, όταν το ΑΕΠ της Γερμανίας είναι 4,456 τρισ. δολ., η δε Nvidia, μέσα σε μία διετία, έφθασε τα 3,29 τρισ. δολ., δηλαδή ξεπέρασε το ΑΕΠ της Γαλλίας, που ήταν 3,03 τρισ. δολ. (2023).