- 65% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα δηλώνουν σήμερα πιο αισιόδοξες για τις προοπτικές ανάπτυξής τους, σε σχέση με πέρσι, και αυτό το ποσοστό είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη
- 81% των εταιρειών στην Ελλάδα είναι αισιόδοξες για τις προοπτικές του διεθνούς εμπορίου την επόμενη διετία, ποσοστό ελαφρώς υψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρώπης
- Οι ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται διεθνώς είναι ακόμα πιο αισιόδοξες για τις προοπτικές ανάπτυξής τους κατά τους επόμενους 12 μήνες – 98% έναντι 85% του συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων.
Μετά από δέκα χρόνια δυσχερών οικονομικών συνθηκών, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα αισθάνονται αισιόδοξες για τις μελλοντικές δυνατότητες ανάπτυξης και τις προοπτικές τους για το διεθνές εμπόριο, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της HSBC με τίτλο “Navigator: Now, next and how”. Στην έρευνα συμμετείχαν περισσότερες από 9.100 εταιρείες σε 35 χώρες και γεωγραφικές περιφέρειες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η έρευνα αποκαλύπτει, επίσης, ότι οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα φαίνεται να υιοθετούν μια «αργή και σταθερή» στρατηγική προκειμένου να σταθεροποιήσουν την πορεία τους μετά από μια ταραχώδη δεκαετία.
Ισχυρές προσδοκίες ανάπτυξης
Σύμφωνα με την έρευνα, το 85% των ελληνικών επιχειρήσεων αναμένουν ότι η θα αναπτυχθούν κατά το επόμενο έτος, ποσοστό μεγαλύτερο τόσο από τον παγκόσμιο όσο και από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (79%). Μάλιστα, σήμερα το 65% των εταιρειών στην Ελλάδα δηλώνουν πιο αισιόδοξες σε σχέση με πέρυσι και αυτό είναι το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη. Ωστόσο, μόνο το 19% των εταιρειών στην Ελλάδα ανήκουν στην κατηγορία «επιχειρήσεων υψηλής ανάπτυξης», δηλαδή αναμένουν ανάπτυξη που υπερβαίνει το 15%. Το αντίστοιχο ποσοστό σε παγκόσμιο επίπεδο είναι υψηλότερο και αγγίζει το 21%.
Όσον αφορά στην επόμενη πενταετία, το 90% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα αναμένουν ανάπτυξη, ποσοστό μεγαλύτερο από τον παγκόσμιο και τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο (82% και 80% αντίστοιχα).
Μόνο, όμως, το 35% των συμμετεχόντων στην έρευνα από την Ελλάδα αναμένουν ότι η επιχείρησή τους θα αλλάξει ριζικά ή σημαντικά τα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος παγκοσμίως φτάνει στο 50% και στην Ευρώπη το 41%.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις αναμένουν διεθνή ανάπτυξη
Το 81% των συμμετεχόντων στην έρευνα από την Ελλάδα είναι θετικοί για τις προοπτικές της επιχείρησής τους ως προς το διεθνές εμπόριο τα επόμενα δύο χρόνια, ποσοστό ελαφρώς υψηλότερο από το αντίστοιχο της υπόλοιπης Ευρώπης (79%). Μάλιστα οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται διεθνώς είναι ακόμα πιο αισιόδοξες για το μέλλον τους– 98% αυτών των εταιρειών είναι θετικές σε σχέση με την ανάπτυξή τους το επόμενο έτος έναντι 85% του μέσου όρου των επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Όπως συμβαίνει και στον υπόλοιπο κόσμο, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι θετικές για το διεθνές εμπόριο, το οποίο βλέπουν ως μοχλό ανάπτυξης για τα επόμενα πέντε χρόνια. Υποστηρίζουν ότι θα φέρει νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες (86%), θα προωθήσει την καινοτομία (76%) και θα βελτιώσει την αποδοτικότητά τους (69%).
Το εμπόριο εντός της Ευρώπης θα παραμείνει προτεραιότητα
Για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα, η Ευρώπη είναι και θα παραμένει ο βασικός εμπορικός εταίρος. Το 84% των εξωστρεφών επιχειρήσεων δραστηριοποιούνται εντός Ευρώπης ενώ ένα μικρό ποσοστό έχει επεκταθεί περισσότερο προς τις γεωγραφικές περιφέρειες της Μέσης Ανατολής & Βόρειας Αφρικής (10%), της Βόρειας Αμερικής (8%) ή της Ασίας Ειρηνικού (2%). Πάντως, μέσα στα επόμενα τρία με πέντε χρόνια, οι επιχειρήσεις από την Ελλάδα αναμένουν να ενισχύσουν τη δραστηριοποίησή τους στη Βόρεια Αμερική. Συγκεκριμένα, το 15% των επιχειρήσεων αναφέρει τη Βόρεια Αμερική ως την κορυφαία περιοχή για ανάπτυξη.
Εντός της Eυρώπης τώρα, η Γερμανία είναι ο κύριος εμπορικός εταίρος, καθώς αναφέρθηκε από το 34% των ελληνικών επιχειρήσεων. Ακολουθούν η Ιταλία (26%) και η Κύπρος (19%). Στο μέλλον οι ελληνικές επιχειρήσεις επιθυμούν να αυξήσουν το εμπόριό τους με την Κύπρο (21%), τη Βουλγαρία (18%) και τη Γαλλία (12%). Η Γερμανία θα παραμείνει μια κορυφαία αγορά, αλλά μόνο το 15% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα αναφέρουν ότι θέλουν να επεκταθούν εκεί.
Οι ευνοϊκές ευκαιρίες συνεργασίας (68%), η αποδεδειγμένη καταναλωτική ζήτηση (64%) και η πρόσβαση σε νέους προμηθευτές/συνεργάτες σε αυτές τις αγορές (50%) αναφέρονται από τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα ως οι βασικοί λόγοι για τους οποίους προτιμούν να δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη.
Από την άλλη πλευρά, οι ξένες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα επειδή θεωρούν ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες τους είναι ανώτερες από αυτά που υπάρχουν στη χώρα (31%), θέλουν να επεκταθούν στην ελληνική αγορά πριν από τους ανταγωνιστές τους (30%) αλλά και λόγω των ευνοϊκών ευκαιριών για εξεύρεση συνεργατών στην Ελλάδα (29%).
Tι διώχνει τις επιχειρήσεις;
Λιγότερες από τις μισές επιχειρήσεις στην Ελλάδα (46%) σταμάτησαν ή περιόρισαν τις εμπορικές τους σχέσεις με άλλες αγορές την τελευταία διετία και 26% σκοπεύουν να το πράξουν τα επόμενα δύο χρόνια. Και τα δύο ποσοστά είναι μικρότερα από τους αντίστοιχους παγκόσμιους μέσους όρους (55% και 46%).
Από την άλλη πλευρά, οι κίνδυνοι φυσικής ασφάλειας, τα ανεπαρκή πρότυπα βιωσιμότητας (και τα δύο στο 24%) καθώς και οι πρόσθετοι δασμοί (21%) είναι οι κύριοι λόγοι που αποθαρρύνουν τις επιχειρήσεις από το εξωτερικό να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα.
Πώς αντιδρούν οι ελληνικές επιχειρήσεις στον προστατευτισμό και τη γεωπολιτική
Το 65% των επιχειρήσεων παγκοσμίως βιώνει έντονα τις επιπτώσεις του προστατευτισμού, σε σύγκριση με το 55% στην Ευρώπη, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα φτάνει το 60%. Σε παρόμοιο επίπεδο (59%) αισθάνονται τον αντίκτυπο των γεωπολιτικών εξελίξεων οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα, ποσοστό και σε αυτή την περίπτωση χαμηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο (64%).
Η έρευνα διαπίστωσε ότι οι επιχειρήσεις παγκοσμίως σε γενικές γραμμές πιστεύουν ότι ο προστατευτισμός λειτουργεί προς όφελός τους. Πάνω από τις μισές ελληνικές επιχειρήσεις (53%) πιστεύουν ότι κερδίζουν περισσότερα απ ‘ ό,τι χάνουν από αυτές τις πολιτικές, ποσοστό ελαφρώς μικρότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο αλλά λίγο μεγαλύτερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Αναγνωρίζοντας τη σημασία της βιωσιμότητας
Για τις ελληνικές επιχειρήσεις τα κορυφαία κίνητρα για να εφαρμόσουν κανόνες βιωσιμότητας είναι η αύξηση των πωλήσεων (35%), η κάλυψη των απαιτήσεων των αγοραστών (26%) και η συμμόρφωση με τις κανονιστικές απαιτήσεις (25%).
Αλλά οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα αισθάνονται λιγότερο ικανές να ενισχύουν τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ. Μόνο το 42% των εταιρειών στην Ελλάδα πιστεύουν ότι μπορούν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο για την επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων και το 15% πιστεύει ότι ο ρόλος τους είναι σημαντικός. Τα ποσοστά σε παγκόσμιο επίπεδο είναι 63% και 25% αντίστοιχα και στην Ευρώπη 53% και 17% αντίστοιχα.
Ο Peter Yeates, CEO της HSBC Ελλάδας, σχολίασε: «Τα ευρήματα της έρευνας αποκαλύπτουν ότι μετά από μια μακρά περίοδο ύφεσης, οι ελληνικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα όσες δραστηριοποιούνται διεθνώς, ανακτούν την αισιοδοξία τους. Όσον αφορά στο εμπόριο, η Ευρώπη παραμένει προτεραιότητα για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Αυτό είναι λογικό καθώς η ΕΕ είναι το μεγαλύτερο εμπορικό ‘μπλοκ’ στον κόσμο με μια δυναμική αγορά που αποτελείται από περισσότερους από 500 εκατομμύρια καταναλωτές. Η HSBC είναι μια πραγματικά διεθνής τράπεζα που εξυπηρετεί περισσότερες από 7.300 πολυεθνικές επιχειρήσεις στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Έτσι, έχουμε τη δυνατότητα να στηρίξουμε τις ελληνικές επιχειρήσεις να επιστρέψουν στην ανάπτυξη μέσα από την επέκτασή τους είτε στην Ευρώπη είτε και πέραν αυτής. Η έρευνα, εξάλλου, καταδεικνύει την Ασία και τη Βόρεια Αμερική ως τις δύο άλλες περιοχές που ενδιαφέρουν όλο και περισσότερο τις ελληνικές επιχειρήσεις».