Ολοένα και επιτείνεται η κρίση στις γαλλο-αμερικανικές σχέσεις με τις ΗΠΑ να προειδοποιούν για την επιβολή νέων δασμών και τη Γαλλία να απαντούν με σκληρές ανακοινώσεις.
Το έναυσμα δόθηκε εξαιτίας της επιβολής φόρου από το Παρίσι σε κολοσσούς του ηλεκτρονικού εμπορίου και των ψηφιακών υπηρεσιών γεγονός που ο πρόεδρος Τραμπ εκτίμησε ως πλήγμα για τις αμερικανικές εταιρείες.
Ο Ντοναλντ Τραμπ τη Δευτέρα απείλησε με την επιβολή επιπρόσθετων δασμών έως και 100% σε αγαθά που εισάγονται στις ΗΠΑ από τη Γαλλία, αξίας 2,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο.
Οι απειλές των ΗΠΑ για την επιβολή επιπρόσθετων δασμών σε γαλλικά προϊόντα είναι «απαράδεκτες» και η ΕΕ προτίθεται να απαντήσει, δήλωσε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ.
«Στην περίπτωση νέων αμερικανικών κυρώσεων, η ΕΕ θα είναι έτοιμη να απαντήσει», σημείωσε ο Λεμέρ σε δηλώσεις που έκανε στον ραδιοσταθμό Radio Classique.
Την ίδια ώρα και η υφυπουργός Οικονομίας της Γαλλίας Ανιές Πανιέ-Ρινασέ δήλωσε ότι το Παρίσι δεν χρειάζεται να υποχωρήσει όσον αφορά την επιβολή του φόρου που έχει στόχο κολοσσούς του Ίντερνετ.
«Είναι πολύ σαφές ότι δεν χρειάζεται να υποχωρήσουμε όσον αφορά ένα θέμα που οικονομικά έχει νόημα και είναι θέμα φορολογικής δικαιοσύνης (…) οφείλουμε να είμαστε μαχητικοί πάνω στο ζήτημα αυτό», σημείωσε η υφυπουργός σε δηλώσεις που έκανε στον ραδιοσταθμό Sud Radio, υπενθυμίζοντας ότι ο φόρος που θα επιβάλει η Γαλλία σε κολοσσούς του ηλεκτρονικού εμπορίου και των ψηφιακών υπηρεσιών «δεν έχει στόχο μόνον τις αμερικανικές ψηφιακές πλατφόρμες», αλλά και τις γαλλικές.
Σε ανακοίνωση των υπηρεσιών του αμερικανού αντιπροσώπου για το διεθνές εμπόριο (USTR) Ρόμπερτ Λάιτχαϊζερ διασαφηνίζεται ότι στο στόχαστρο της Ουάσινγκτον αναμένεται να μπουν εισαγόμενη γαλλική σαμπάνια, τυριά, τσάντες και άλλα είδη.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση των υπηρεσιών του Λάιτχαϊζερ, η αμερικανική κυβέρνηση θεωρεί έπειτα από «έρευνα» που διενήργησε ότι ο γαλλικός φόρος που είναι γνωστός με το ακρώνυμο GAFA (τα αρχικά γράμματα των διακριτικών τίτλων των εταιρειών Google, Amazon, Facebook και Apple) είναι «ασυνεπής με τις βασικές αρχές της διεθνούς φορολογικής πολιτικής και ασυνήθιστα επιβαρυντικός για τις εταιρείες των ΗΠΑ που αφορά».