Η ΤτΕ προειδοποιεί τις τράπεζες να σπεύσουν να καλύψουν τυχόν κεφαλαιακές απαιτήσεις που ενδέχεται ν’ ανακύψουν εξαιτίας των επερχόμενων stress tests, λαμβάνοντας προληπτικά μέτρα. Στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσιεύθηκε χθες, επισημαίνει ότι προκειμένου να ενισχυθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, απαιτείται καταρχήν, μία ολιστική λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων.
Μολονότι οι ελλ. τράπεζες έχουν ενισχύσει την κεφαλαιακή τους επάρκεια, το πρόβλημα παραμένει με την ποιότητα του κεφαλαίου καθώς το 60% των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, κατά μέσο όρο, αποτελείται από τον λεγόμενο αναβαλλόμενο φόρο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μπαίνει “φρένο” στο ξεφόρτωμα των κόκκινων δανείων.
«Τυχόν πρόσθετες εποπτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις λόγω της σταδιακής εφαρμογής του Διεθνούς Πρότυπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων κρίσης (stress test) της επόμενης χρονιάς, καθώς και της εφαρμογής του προληπτικού μηχανισμού ασφαλείας, θα λειτουργήσουν επιπρόσθετα επιβαρυντικά», σύμφωνα με την ΤτΕ.
Τι διαπιστώνει η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας
Μολονότι ο πιστωτικός κίνδυνος σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, η ραγδαία αποκλιμάκωση του υφιστάμενου αποθέματος των NPLs έχει μεγάλη σημασία.
Το απόθεμα των NPLs συρρικνώθηκε περαιτέρω και ανήλθε τον Ιούνιο του 2019 σε 75,4 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 7,9% ή 6,4 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2018.
Υπό το πρίσμα αυτό καθίσταται επιτακτική ανάγκη οι τράπεζες να προχωρήσουν στον
- αναγκαίο μετασχηματισμό του επιχειρηματικού τους σχεδίου,
- την αύξηση της αποδοτικότητάς τους και συνακόλουθα
- τη διασφάλιση των αναγκαίων συνθηκών για τη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα λειτουργικά έξοδα παρουσίασαν περαιτέρω υποχώρηση, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης συρρίκνωσης του προσωπικού και του δικτύου καταστημάτων. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, ενισχύθηκαν τα λειτουργικά κέρδη το α΄ εξάμηνο του 2019 και βελτιώθηκε ο δείκτης αποτελεσματικότητας (λόγος λειτουργικών εξόδων προς έσοδα) των ελληνικών τραπεζών.
Ως προς τη ρευστότητα, παρατηρείται συνεχή βελτίωση εξαιτίας της ενίσχυσης των καταθετικών ροών και της διεύρυνσης των πηγών χρηματοδότησης, καθώς και με την έκδοση χρέους μειωμένης εξασφάλισης και καλυμμένων ομολογιών. Επιπλέον, η άντληση μέρους των καταθέσεων προθεσμίας των επιχειρήσεων χρησιμοποιήθηκε για την αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών. Το τελευταίο λειτουργεί, σύμφωνα με την Ττε, θετικά καθώς ενισχύει την « πεποίθηση ότι η χώρα έχει εισέλθει σε έναν ενάρετο κύκλο οικονομικής ανάπτυξης, όπου οι επιχειρήσεις μπορούν να προβαίνουν σε λελογισμένη ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών».