Oι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη είναι σήμερα 30% υψηλότερες από τις ΗΠΑ και αυτές του φυσικού αερίου υπερδιπλάσιες. Όσο για την Ελλάδα, εμφανίζει εκ των υψηλότερων τιμών εντός της Ένωσης των 28.
- Ποια είναι όμως η αιτία;
Τόσο τα συνεχή εμπόδια στην ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς αλλά και η απουσία συντονισμού εθνικών πολιτικών δυσχεραίνουν την πρόοδο προς μια ευρωπαϊκή πολιτική ενέργειας με χαμηλές τιμές και ασφάλεια εφοδιασμού.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων,
- ο σχεδιασμός των πολιτικών για την μετά-2020 εποχή πρέπει να συμβαδίζει με τον δεδηλωμένο στόχο της μείωσης κατά 80%-95% των αερίων θερμοκηπίου, σε σχέση με το 1990, μέχρι το 2050.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ερευνητική υπηρεσία του Ευρωκοινοβουλίου που μέτρησε το κόστος της «Μη-Ευρώπης» το 2019, κατέληξε στο συμπέρασμα πως
- τα πιθανά οικονομικά οφέλη μιας ολοκληρωμένης ευρωαπαικής αγοράς δύναται ν’ αγγίξουν τα 250 δις. ευρώ τον χρόνο.
Οι συνέπειες του ενεργειακού κόστους στην ελληνική μεταποίηση
Από την ανταγωνιστικότητα του ενεργειακού κόστους περνάει και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής μεταποίησης. Σήμερα στην Ελλάδα το ενεργειακό κόστος είναι 30% υψηλότερο από τον μέσο κοινοτικό όρο.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η τιμή των ρύπων (CO2) έχει αυξηθεί ραγδαία το τελευταίο διάστημα (από 7 ευρώ ανά δικαίωμα στις αρχές του 2018 σε 25 ευρώανά δικαίωμα σήμερα). Το γεγονός αυτό επιφέρει αντίστοιχη επιβάρυνση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας, δεδομένου ότι οι παραγωγοί (που υποχρεούνται να παραδώσουν ένα δικαίωμα για κάθε τόνο CO2 που εκπέμπουν), μετακυλούν το επιπλέον κόστος στην κατανάλωση.
Υπό τις συνθήκες αυτές ο ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ προειδοποιεί ότι χωρίς επαρκή αντιστάθμιση, οι ελληνικές βιομηχανίες κινδυνεύουν άμεσα με απώλεια ανταγωνιστικότητας απέναντι στις εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε περιοχές του κόσμου όπου δεν υπάρχει αντίστοιχο κόστος ρύπων. Το μέλλον της ελληνικής βιομηχανίας, η συνεισφορά της στο ΑΕΠ και η δυνατότητά της να δημιουργεί θέσεις εργασίας επηρεάζονται άμεσα.
Όπως υπογραμμίζει ο ΣΕΒ το κλειδί βρίσκεται στη σωστή ανάπτυξη του ανταγωνισμού στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, που οδηγεί στη μείωση του ενεργειακού κόστους για τις επιχειρήσεις και ενισχύει την ανταγωνιστικότητά τους.