Η επόμενη μέρα για τα ελληνικά ομόλογα μετά τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ ότι μετριάζει το πρόγραμμα αγορών PEPP, απασχολεί την ελληνική κυβέρνηση, τον ΟΔΔΗΧ, τις Τράπεζες, Ασφαλιστικές Εταιρίες , Ταμεία και Αμοιβαία Κεφάλαια.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, αρνήθηκε ακόμα και να συζητήσει το θέμα της Ελλάδας, όπως και άλλα σχετικά θέματα για τις εξελίξεις μετά τη λήξη του προγράμματος.
Είναι πολύ νωρίς και δεν είναι χρήσιμο σε αυτό το στάδιο να συζητήσουμε μακροπρόθεσμα ζητήματα που αφορούν το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων PEPP. Αυτό θα συζητηθεί επί μακρόν, θα γίνει τεχνική ανάλυση. Η κατάσταση της Ελλάδας σίγουρα θα εξεταστεί και θα αντιμετωπιστεί συγκεκριμένα. Είναι πολύ πρόωρο να το κάνουμε τώρα.
Αυτό απάντησε η Κριστίν Λαγκάρντ σε σχετικό ερώτημα για τη διατήρηση της ευελιξίας στις αγορές τίτλων, αφού η Ελλάδα δεν είναι σε επενδυτική βαθμίδα και τα ομόλογά της περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα αγορών, κατ’εξαίρεση.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η πρόεδρος της ΕΚΤ δεν θέλει να συζητήσει για το επόμενο βήμα για να διατηρήσει η ίδια την ευελιξία να επαναφέρει τις αυξημένες αγορές αν χρειαστεί ή για να επιμηκύνει το πρόγραμμα αγορών για τον ίδιο λόγο και μετά τον επόμενο Μάρτιο.
Η επίσημη ανακοίνωση αναφέρει ότι οι αγορές του PEPP θα συνεχιστούν «τουλάχιστον μέχρι το τέλος του Μαρτίου 2022 ή έως ότου το ΔΣ κρίνει ότι η κρίση του κορωνοϊού έχει λήξει». Βεβαίως η ΕΚΤ θα επανεπενδύει τα ποσά από τη λήξη ομολόγων μέχρι το τέλος του 2023. Μετά από αυτό η Ελλάδα μένει εκτός, καθώς δεν μετέχει λόγω έλλειψης επιλέξιμης επενδυτικής βαθμίδας, στο άλλο πρόγραμμα αγορών (APP), που άλλωστε είναι περιορισμένο στα 20 δις ευρώ μηνιαίως…
Η ΕΚΤ δεν έδωσε καμία άλλη λεπτομέρεια για τις περικοπές στο PEPP. Πληροφορίες του Reuters θέλουν το πρόγραμμα PEPP μέσω του οποίου οι αγορές ομολόγων είχαν φθάσει τα 80 δις ευρώ μηνιαίως στα προηγούμενα τρίμηνα, να μετριάζει στο εξής το ρυθμό των αγορών σε 60-70 δις ευρώ μηνιαίως. Επισήμως όμως, δεν υπάρχει ένας νέος στόχος.
Η κα Λαγκάρντ πάντως τόνισε ιδιαίτερα ότι η τρέχουσα άνοδος του πληθωρισμού είναι παροδική. Είπε ότι η ΕΚΤ αναβάθμισε ελαφρώς προς τα πάνω τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό, αλλά σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο ο πληθωρισμός προβλέπεται να παραμείνει αρκετά κάτω από τον στόχο του 2%.
Σύμφωνα με την ανάλυσή της, οι τρέχουσες πιέσεις στις τιμές αντιπροσωπεύουν κυρίως αυξήσεις στα καύσιμα, αλλαγές στον ΦΠΑ στη Γερμανία, καθυστερημένες πωλήσεις από το 2020 και διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Η ΕΚΤ εκτιμά τώρα ότι ο πληθωρισμός το 2021 θα διαμορφωθεί στο 2,2% έναντι πρόβλεψης 1,9% τον Ιούνιο. Το 2022 προβλέπεται να υποχωρήσει στο 1,7% και το 2023 στο 1,5%. Υπάρχει πολύ μικρή άνοδος στις νέες εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό έως και 2 δεκαδικές μονάδες, που αν επιβεβαιωθούν δίνουν το περιθώριο στην ΕΚΤ να διατηρήσει τα ενισχυτικά προγράμματα έστω και με μικρές προσαρμογές.
Αντίστοιχα, για το ΑΕΠ της Ευρωζώνης, η ΕΚΤ προβλέπει ότι θα ενισχυθεί κατά 5% το 2021, 4,6% το 2022 και 2,1% το 2023.
Νίκος Κωτσικόπουλος