Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στο Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος «Οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας»
Κυρίες και κύριοι,
Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι εδώ σήμερα και που μου δίνεται η ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις μου και τις εκτιμήσεις μου για τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
1. Το διεθνές περιβάλλον
Η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να μεγεθύνεται, ωστόσο τα αποτελέσματα του τρίτου και του τέταρτου τριμήνου του 2018 ήταν χαμηλότερα των προσδοκιών κυρίως στη ζώνη του ευρώ και την Ιαπωνία, ενώ παράλληλα ενισχύθηκαν οι ενδείξεις επιβράδυνσης της οικονομίας της Κίνας. Ως εκ τούτου, οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας αναθεωρήθηκαν επί το δυσμενέστερο.
Ενδεικτικά, το ΔΝΤ προβλέπει υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας από 3,7% το 2018 σε 3,5% το 2019.
Όσον αφορά τη ζώνη του ευρώ, η οικονομική ανάπτυξη το 2018 αποδείχθηκε σημαντικά ασθενέστερη από ό,τι αναμενόταν.
Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην υποχώρηση των καθαρών εξαγωγών της ζώνης του ευρώ, εξαιτίας της επιβράδυνσης της ανάπτυξης σε σημαντικούς εμπορικούς εταίρους της, όπως η Κίνα, αλλά και της αυξημένης αβεβαιότητας λόγω της επιβολής δασμών από τις ΗΠΑ σε ορισμένα προϊόντα που εξάγει η Κίνα στις ΗΠΑ, και της επιβολής αντίστοιχων δασμών αντιποίνων από την Κίνα.
Παράλληλα, αρνητικά επέδρασαν στην οικονομική ανάπτυξη και διάφοροι παράγοντες που αφορούν μεμονωμένες χώρες της ζώνης του ευρώ, όπως προσωρινά προβλήματα στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας στη Γερμανία, κοινωνικές εντάσεις στη Γαλλία και αβεβαιότητα για την πορεία της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ιταλία.
Με βάση τα παραπάνω, εκτιμάται ότι οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης θα είναι ασθενέστερες από τις αναμενόμενες.
Παρ’ όλα αυτά, τα θεμελιώδη μεγέθη της ευρωπαϊκής οικονομίας παραμένουν υγιή. Για παράδειγμα, η αύξηση της απασχόλησης και των μισθών συνεχίζεται, το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών έχει μειωθεί, η νομισματική πολιτική παραμένει διευκολυντική, ενώ η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής το 2019 αναμένεται να είναι ελαφρώς επεκτατική.
Ωστόσο, σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας του Μαρτίου του 2019, ο ρυθμός ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ αναμένεται να υποχωρήσει από 1,9% το 2018 σε 1,1% το 2019.
Επίσης, ο πληθωρισμός της ζώνης του ευρώ το 2019 προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 1,2%, έναντι 1,7% το 2018.
Η πρόβλεψη για τον πληθωρισμό το 2019 έχει αναθεωρηθεί προς τα κάτω κατά 0,4 της ποσοστιαίας μονάδας, αντανακλώντας κυρίως τις πιο συγκρατημένες βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε στις 7 Μαρτίου να διατηρήσει τα επιτόκια στα σημερινά τους επίπεδα τουλάχιστον έως το τέλος του 2019 και να λάβει πρόσθετα μέτρα διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε σταθερή πορεία προς επίπεδα κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα.
Συνολικά, οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, και της ζώνης του ευρώ ειδικότερα, υπόκεινται σε αυξημένους κινδύνους και αβεβαιότητες.
Γεωπολιτικοί παράγοντες, η απειλή του εμπορικού προστατευτισμού (παρά το θετικό μήνυμα από την αναβολή των περαιτέρω αυξήσεων των δασμών μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας), η ευπάθεια πολλών αναδυόμενων οικονομιών στο ενδεχόμενο αύξησης της αποστροφής των διεθνών επενδυτών προς τον κίνδυνο, καθώς και στο ενδεχόμενο ενίσχυσης του δολαρίου, η αυξημένη μεταβλητότητα στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, που μπορεί να προκύψει από μια μεγαλύτερη επιβράδυνση της ανάπτυξης, αποτελούν τους σημαντικότερους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία.
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές συνθήκες παραμένουν διευκολυντικές.
Παράλληλα, πολλές κεντρικές τράπεζες, λόγω της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, προχωρούν με πιο αργά βήματα τόσο στην εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής τους όσο και στην απόσυρση των μη συμβατικών μέτρων στήριξης της οικονομίας τους.
Η εξέλιξη αυτή απομακρύνει τον κίνδυνο μιας περαιτέρω χρηματοπιστωτικής αναταραχής στις αναδυόμενες οικονομίες.
Όσον αφορά ειδικότερα τη ζώνη του ευρώ, σημαντικοί κίνδυνοι προκύπτουν από το ενδεχόμενο μη συντεταγμένης αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, καθώς και από την αβεβαιότητα σχετικά με την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής στην Ιταλία.
Παράλληλα, η Τραπεζική Ένωση και η Ένωση των Κεφαλαιαγορών δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί, και παρατηρούνται διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα όσον αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Και οι δύο αυτοί παράγοντες οδηγούν σε αυξανόμενη απόκλιση, αντί της επιθυμητής σύγκλισης, μεταξύ κέντρου και περιφέρειας στην Ευρώπη.
Και αυτό διότι τα τραπεζικά συστήματα στις χώρες με υψηλά αποθέματα μη εξυπηρετούμενων δανείων δυσκολεύονται να επιτελέσουν το διαμεσολαβητικό τους ρόλο, δηλ. να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, ενώ επίσης δύσκολη είναι και η πρόσβαση των επιχειρήσεων στην αγορά κεφαλαίων για να χρηματοδοτήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια. Επιπρόσθετα, η άνοδος του λαϊκισμού και του αντιευρωπαϊσμού σε πολλές χώρες της Ευρώπης σε μια χρονιά ευρωεκλογών αποτελεί πολύ ανησυχητικό φαινόμενο, και οι ηγεσίες της ΕΕ και των κρατών-μελών θα πρέπει να προχωρήσουν με φιλόδοξο τρόπο στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
1.1. Η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ πρέπει να βελτιωθεί
Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για τη βελτίωση της συνεργασίας των κρατών-μελών, της λειτουργίας της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και για την ενίσχυση της συμμετοχής των Ευρωπαίων πολιτών στις αποφάσεις της ΕΕ, με ενδυνάμωση του ρόλου του Ευρωκοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων. Ειδικά όσον αφορά τη λειτουργία της ΟΝΕ, κρίνεται αναγκαία η ανάληψη δράσεων και πολιτικών τόσο για τη μείωση όσο και για τον επιμερισμό των κινδύνων και την ενίσχυση της αλληλεγγύης στην ευρωζώνη, καθώς επίσης και η ενίσχυση της συμμετρικής προσαρμογής, ώστε μερίδιο της προσαρμογής να αναλογεί και στα κράτη-μέλη με μεγάλα και αυξανόμενα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και όχι − όπως συνέβαινε έως τώρα − μόνο σε αυτά με ελλείμματα.
Συνεπώς, είναι αναγκαίες ορισμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην αρχιτεκτονική της ΟΝΕ, που θα ενδυναμώσουν τη νομισματική ένωση και θα ενισχύσουν την πραγματική σύγκλιση στη ζώνη του ευρώ, η οποία έχει υποχωρήσει από το 2010 και μετά.
Ειδικότερα:
1. Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης μέσω της θέσπισης ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων και της στήριξης, μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης των τραπεζών.
2. Η δημιουργία μιας πραγματικής Ένωσης των Κεφαλαιαγορών για την ενίσχυση του επιμερισμού των κινδύνων στον ιδιωτικό τομέα.
3. Η μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, που θα ενεργεί ως δανειστής έσχατης προσφυγής για τα κράτη-μέλη.
4. Η δημιουργία ενός κεντρικού εργαλείου δημοσιονομικής σταθεροποίησης, π.χ. ενός κοινού επενδυτικού ταμείου με πόρους της ΕΕ για τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων ή/και ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας.
5. Η έκδοση ευρωπαϊκών “ασφαλών” ομολόγων (ESBies) και τελικά ευρωομολόγων από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
6. Η ενίσχυση και αναμόρφωση του Μηχανισμού Μακροοικονομικών Ανισορροπιών με έμφαση στη συμμετρική προσαρμογή μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
7. Η αύξηση της λογοδοσίας όλων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Αυτά είναι απαραίτητα βήματα για τη δημιουργία μιας ευρωζώνης περισσότερο ομοσπονδιακής μορφής και άρα με πιο ενισχυμένη αρχιτεκτονική. Δεν είναι όμως επαρκή, υπό την έννοια ότι η μακροπρόθεσμη επιτυχία της ζώνης του ευρώ απαιτεί μια συνεχή διαδικασία πολιτικής ενοποίησης, η οποία θα συμπεριλαμβάνει μια πλήρη δημοσιονομική ένωση. Αυτό βεβαίως σήμερα δεν είναι πολιτικά εφικτό. Δεν πρέπει όμως να πάψει να αποτελεί έναν απώτατο μακροχρόνιο στόχο.
2. Σημαντική πρόοδος έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα από το 2010
Όσον αφορά την ελληνική οικονομία, από την αρχή της κρίσης δημόσιου χρέους το 2010, έχει εφαρμοστεί από διαδοχικές κυβερνήσεις ένα τολμηρό πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, το οποίο είχε σημαντικά αποτελέσματα. Αξίζει ιδιαίτερα να επισημανθούν:
• η πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή και η επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων,
• η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και ο περιορισμός του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών,
• οι εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα στο ασφαλιστικό, στο σύστημα υγείας, στις αγορές εργασίας και προϊόντων, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στη δημόσια διοίκηση, στο φορολογικό σύστημα και στο δημοσιονομικό πλαίσιο.
Παράλληλα, με τον ενεργό ρόλο της Τράπεζας της Ελλάδος επετεύχθη η αναδιάταξη και ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος και γενικότερα η διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Ως αποτέλεσμα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχουν διαμορφωθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα, ενώ και οι προβλέψεις τους παραμένουν σε επίπεδα κατάλληλα για να αντεπεξέλθουν σε πιθανούς πιστωτικούς κινδύνους.
Επίσης, έως τώρα έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), όπως, η ενίσχυση του εποπτικού πλαισίου με την καθιέρωση επιχειρησιακών στόχων για τα ΜΕΔ, η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση και απόκτηση μη εξυπηρετούμενων δανείων και η άρση ποικίλων νομικών, δικαστικών και διοικητικών εμποδίων στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιπλέον, έχουν παρουσιαστεί και συζητούνται και συστημικές λύσεις για το πρόβλημα των ΜΕΔ.
Οι ενέργειες αυτές άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, καθώς παρατηρείται συνεχής μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε συνάφεια με τους τεθέντες στόχους.
Τα ΜΕΔ ανήλθαν στο τέλος Δεκεμβρίου του 2018 σε 81,8 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 12,7 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2017, και κατά περίπου 25,4 δισεκ. ευρώ (δηλ. περισσότερο από 23%) έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε και είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ.
Συνολικά, οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν από την αρχή της κρίσης έως σήμερα έφεραν αποτελέσματα και υποδηλώνουν ότι κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση.
Παράλληλα, έχει αυξηθεί σημαντικά η εξωστρέφεια της οικονομίας και έχει ήδη αρχίσει η αναδιάρθρωσή της υπέρ κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Ειδικότερα, το σύνολο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από 19% το 2009 σε 37,7% το 2018, ενώ στο ίδιο διάστημα οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, εξαιρουμένου του τομέα της ναυτιλίας, αυξήθηκαν κατά 53% σε πραγματικούς όρους, ξεπερνώντας την αντίστοιχη αύξηση των εξαγωγών της ευρωζώνης.
Επίσης, η βιομηχανική παραγωγή επεκτείνεται συνεχώς από τα μέσα του 2015, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό το 2018. Η ανάκαμψη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των εξαγωγών, καθώς οι επιχειρήσεις επωφελούνται από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε ένα περιβάλλον έντονης εξωτερικής ζήτησης. Επισημαίνεται ότι οι επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής και ειδικότερα της μεταποίησης.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία , το 25,5% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΑΠΑ, σε σταθερές τιμές) της μεταποίησης στη χώρα παράγεται στη Βόρειο Ελλάδα, ενώ στις μεταποιητικές επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος απασχολείται το 29,6% του συνόλου των απασχολουμένων στον κλάδο. Επίσης, στη Βόρειο Ελλάδα η συμμετοχή της μεταποίησης στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία είναι 9,9%, έναντι 8,5% στο σύνολο της χώρας.
Οι επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος αναπτύσσουν σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα. Σύμφωνα με μελέτη του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος, οι τέσσερις περιφέρειες της Βορείου Ελλάδος (Κεντρική Μακεδονία, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Δυτική Μακεδονία και Ήπειρος) συνεισέφεραν το 21,9% των συνολικών εξαγωγών αγαθών της χώρας το 2017.
Η Κεντρική Μακεδονία είναι ο δεύτερος σημαντικότερος εξαγωγέας της χώρας, με μερίδιο 16,4% στη συνολική αξία των εξαγωγών αγαθών (η Αττική έχει μερίδιο 48,9%), ενώ οι υπόλοιπες τρεις περιφέρειες της Βορείου Ελλάδος εμφανίζουν πιο περιορισμένη εξαγωγική δραστηριότητα.
Συνολικά, οι εξαγωγές αγαθών και των τεσσάρων περιφερειών της Βορείου Ελλάδος αυξήθηκαν κατά 11,6% το 2017.
Εξετάζοντας τη συνολική αξία των εξαγωγών στις τέσσερις περιφέρειες της Βορείου Ελλάδος κατά κατηγορία προϊόντων, προκύπτει ότι ο κλάδος των τροφίμων αντιπροσωπεύει το 28,7% της αξίας των εξαγωγών, η κλωστοϋφαντουργία και η ένδυση το 15,6%, τα πετρελαιοειδή το 13,8%, τα χημικά και πλαστικά το 10,0%, ενώ 19,7% εκπροσωπούν τα λοιπά προϊόντα.
3. Η οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις
Παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για το 2019 να επισημάνει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται:
• στο υψηλό δημόσιο χρέος (του οποίου όμως η βιωσιμότητα έχει βελτιωθεί σημαντικά μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που υιοθέτησε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018),
• στο υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων το οποίο απέχει πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (το ποσοστό των ΜΕΔ στο σύνολο των δανείων των ελληνικών τραπεζών το Δεκέμβριο του 2018 ήταν 45,4% έναντι 3,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου) και περιορίζει την πιστοδοτική ικανότητα των τραπεζών και την ανάκαμψη των επενδύσεων,
• στην αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της χώρας και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών,
• στην υψηλή ανεργία, η οποία δημιουργεί ανισότητες θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, και αυξάνει τον κίνδυνο απαξίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου και
• στο χαμηλό δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης εξαιτίας της απώλειας ανθρώπινου και φυσικού κεφαλαίου λόγω της μετανάστευσης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού και τις χαμηλές επενδύσεις.
Στα παραπάνω θα πρέπει επίσης να προστεθεί ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς χαρακτηρίζεται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, εκτεταμένη γραφειοκρατία, περιορισμένη πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση και καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης.
Επίσης, η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο (π.χ. 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη, αλλά και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι σχετικά εντονότερη, επειδή συνοδεύεται από σχετικά υψηλή φορολογία.
Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν περίπου 180% στο τέλος του 2018, προκύπτει ότι μια επιπλέον ποσοστιαία μονάδα οικονομικής ανάπτυξης είναι 1,8 φορές πιο πολύτιμη για τη μείωση του δημόσιου χρέους από μια επιπλέον ποσοστιαία μονάδα πρωτογενούς πλεονάσματος.
4. Οι βραχυμεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
Σε συνέχεια της ανάκαμψης του 2017, η οικονομική δραστηριότητα επιταχύνθηκε το 2018, με το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές να καταγράφει άνοδο 1,9% έναντι του 2017.
Βασικοί πυλώνες της μεγέθυνσης της οικονομίας ήταν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και η ιδιωτική κατανάλωση.
Ωστόσο, η άνοδος του πραγματικού ΑΕΠ ήταν χαμηλότερη των προσδοκιών, καθώς μετά από 9 συνεχόμενα τρίμηνα ανόδου καταγράφηκε αρνητικός τριμηνιαίος ρυθμός μεταβολής το δ’ τρίμηνο του 2018 (-0,1%).
Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι το 2019 ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα κινηθεί στα επίπεδα του 2018, δηλ. στο 1,9%, παρά την προβλεπόμενη σημαντική μείωση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στην ευρωζώνη (από 1,9% το 2018 σε 1,1% το 2019).
Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα στηριχθεί στις επιχειρηματικές επενδύσεις, στις εξαγωγές, αλλά και στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Η πρόβλεψη υπόκειται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους.
Σε ό,τι αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, κίνδυνοι μπορεί να προκύψουν από ενδεχόμενη περαιτέρω επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω της αύξησης του εμπορικού προστατευτισμού, αυξημένων αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και από το ενδεχόμενο μιας μη συντεταγμένης αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, παρατηρείται σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στην ευρωζώνη.
Όσον αφορά το εσωτερικό περιβάλλον, ιδιαίτερα στο δημοσιονομικό πεδίο, η εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγούν σε προς τα άνω αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και αποτελούν το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα.
Επίσης, η υψηλή φορολογία και οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την επενδυτική εμπιστοσύνη και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού σε συνδυασμό με τυχόν ανατροπή μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν την ευελιξία στην αγορά εργασίας ενδέχεται να καθυστερήσουν την αποκλιμάκωση της ιδιαίτερα υψηλής ανεργίας και να στρέψουν ορισμένες επιχειρήσεις προς τις άτυπες μορφές απασχόλησης.
Επιπλέον, κίνδυνοι για την πορεία της οικονομίας προκύπτουν από την αργή απομείωση του όγκου των ΜΕΔ, καθώς και από το ότι τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου δεν έχουν ακόμη αποκτήσει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας και οι αποδόσεις τους αποκλιμακώνονται με πολύ αργούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα να παραμένουν σχετικά υψηλές σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που εξήλθαν από προγράμματα προσαρμογής.
5. Προϋποθέσεις διατηρήσιμης ανάπτυξης και επιστροφής στις αγορές με βιώσιμους όρους
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, να διασφαλιστεί η τακτική και με βιώσιμους όρους χρηματοδότηση του Δημοσίου από τις αγορές και να επιτευχθεί ένα βιώσιμο και εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης, προτείνονται οι ακόλουθες παρεμβάσεις πολιτικής:
1ον Ταχεία αποκλιμάκωση του υψηλού ποσοστού των ΜΕΔ με ενεργοποίηση των σχεδίων της Τράπεζας της Ελλάδος και του Υπουργείου Οικονομικών.
2ον Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανακατανομής της δημόσιας δαπάνης προς εκείνες τις κατηγορίες που επιφέρουν μόνιμο αναπτυξιακό αποτέλεσμα, όπως για παράδειγμα οι δημόσιες επενδύσεις.
3ον Συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων (με ενίσχυση των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στις επενδύσεις, στην κοινωνική ασφάλιση και την υγεία), και ενθάρρυνση της στενής συνεργασίας επιχειρήσεων και ερευνητικών κέντρων (με ενδυνάμωση του τριγώνου γνώσης: εκπαίδευση – έρευνα – καινοτομία) προκειμένου να ενισχυθούν η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια της οικονομίας.
4ον Προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, με την άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, ιδιαίτερα στις χρήσεις γης, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών, καθώς και οι εναπομείναντες περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.
5ον Διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, υποστήριξη των μακροχρόνια ανέργων, ώστε να διασφαλιστούν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας, αλλά και η αύξηση της απασχόλησης, από την επίπονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που ξεκίνησε το 2010.
6. Συμπεράσματα
Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται παρά τη μεγάλη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και τις σημαντικές προκλήσεις και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει.
Για να τεθεί σε στέρεες βάσεις η ανάκαμψη της οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστούν απρόσκοπτα η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις, η ταχεία αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών.
Αυτό θα ενδυναμώσει την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, θα τονώσει τη βιομηχανία και τις εξαγωγές και θα συμβάλει στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.
Επιπλέον, θα ενισχύσει τη συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αλυσίδες αξίας και θα βοηθήσει στην αναβάθμιση της παραγωγικής δομής της χώρας, που έως τώρα κυριαρχείται από κλάδους μέτριας και χαμηλής τεχνολογίας, και στην αύξηση του τεχνολογικού περιεχομένου και της προστιθέμενης αξίας των εξαγωγών.
Οι επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος με τη σημαντική συνεισφορά τους στη μεταποίηση και την επιτυχημένη εξαγωγική τους επίδοση συνέβαλαν στην ανάκαμψη της οικονομίας και βοήθησαν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Από εδώ και στο εξής οι επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος επωφελούμενες και από τη γεωγραφική τους θέση, καθώς αποτελούν πύλη εισόδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πολλές γειτονικές χώρες, καλούνται να διαδραματίσουν έναν ακόμη σημαντικό ρόλο με την ενδυνάμωση των επενδυτικών και εξαγωγικών τους δραστηριοτήτων, έτσι ώστε να συμβάλουν στη στροφή της οικονομίας προς ένα βιώσιμο και εξωστρεφές πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης.