«Η Ελλάδα μετά από περίπου μια δεκαετία, έχει περάσει σε μια νέα φάση. Το αίσιο τέλος των ευρωπαϊκών προγραμμάτων διάσωσης είναι καλό σημάδι για τη χώρα και για την Ευρώπη συνολικά. Ο δρόμος που διήνυσε η Ελλάδα ήταν και είναι μακρύς. Η λίστα με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι εντυπωσιακά μεγάλη. Εγώ, προσωπικά, έχω μεγάλο σεβασμό απέναντι στον ελληνικό λαό για την αντοχή που έδειξε μπροστά σε όλες αυτές τις ριζικές αλλαγές. Η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων ήταν εντυπωσιακή. Σήμερα οι κύριοι δείκτες στην Ελλάδα δείχνουν πάλι προς τα πάνω: ο ρυθμός ανάπτυξης, τα ποσοστά ανεργίας, τα εμπορικά στοιχεία, ο κρατικός προϋπολογισμός, ο δείκτης εξαγωγών εξελίσσονται θετικά. Ο τουρισμός καλπάζει και στον ενεργειακό τομέα η Ελλάδα προσβλέπει στο να καταστεί τοπικός “κόμβος”».

Αυτά μεταξύ άλλων επεσήμανε ο πρόεδρος Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), Dieter Kempf, μιλώντας στο Οικονομικό Συνέδριο που συνδιοργανώνεται από το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο και τα Economist Events σήμερα στο Βερολίνο.

«Για όσους επενδυτές προσβλέπουν στο να τοποθετήσουν κεφάλαιά τους στην Ελλάδα, ουσιαστικό ρόλο διαδραματίζει το σταθερό πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνεχιστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και μάλιστα με την ευρεία συναίνεση των πολιτικών φορέων. Εμπόδια παραμένουν η υπερφορολόγηση, οι μακροχρόνιες διαδικασίες του δικαστικού συστήματος, η γραφειοκρατία και η δύσκολη πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο στην Ευρώπη σε επενδύσεις για την έρευνα και την ανάπτυξη, γι’ αυτό και οι πολιτικοί θα πρέπει να δημιουργήσουν και να στηρίξουν ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την καινοτομία, έτσι ώστε να μπορέσουν να αυξήσουν οι επιχειρήσεις την προστιθέμενη αξία τους», πρόσθεσε.

Αναφερόμενος δε στη συμφωνία των Πρεσπών έκανε λόγο για θετική εξέλιξη και τόνισε: «Συγχαίρω και τις δύο χώρες για τις γόνιμες διαπραγματεύσεις. Η οικονομία μόνο οφέλη θα έχει από μια ισχυρή Ν.Α. Ευρώπη και έναν σταθερό ευρωπαϊκό εταίρο. Η Ευρώπη είναι τόσο ισχυρή όσο και τα κράτη-μέλη της».

Στο ίδιο συνέδριο, ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας τόνισε ότι η χώρα έχει επιτύχει μια τεράστια προσαρμογή, ωστόσο υπάρχουν ακόμη αδυναμίες, είτε που δεν αντιμετωπίστηκαν, είτε που προήλθαν από την κρίση. «Πρέπει να διαφυλάξουμε τα κέρδη που πετύχαμε μέχρι σήμερα και να χαρτογραφήσουμε προσεκτικά τα επόμενα βήματα. Οι φορολογικοί συντελεστές είναι μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ, ιδίως για τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Το φορολογικό σύστημα παραμένει ασταθές και αδιαφανές, ενώ κάποιες εμβληματικές ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις (π.χ. ενέργεια) που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τις αναγκαίες νέες επενδυτικές ευκαιρίες, εξακολουθούν να εκκρεμούν. Επίσης, εκκρεμούν οι βασικές μεταρρυθμίσεις και αυτό επηρεάζει, για παράδειγμα, τη βραδεία μείωση των NPEs.

»Επιπλέον, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση είναι δύσκολη και δαπανηρή, παρόλο που η Ελλάδα ανήκει στην Ευρωζώνη. Δεδομένου του μικρού σχετικού μεγέθους του ιδιωτικού τομέα, ο δημόσιος τομέας παραμένει μεγάλος και διατηρεί πολλές ανεπάρκειες. Ο πληθυσμός γερνάει γρήγορα και οι δαπάνες για τις συντάξεις διαμορφώνονται σε υψηλά επίπεδα, καθώς το συνταξιοδοτικό σύστημα και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης εξακολουθούν να δημιουργούν πολύ ισχυρά αντικρουόμενα θέματα στην απασχόληση», σημείωσε.

Ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Ένωσης των γερμανικών επιμελητηρίων Volker Treier είπε ότι η Ελλάδα έχει γίνει πάλι ένας πιο ελκυστικός επενδυτικός προορισμός και εμπορικός εταίρος και πρόσθεσε: «Η ελληνική οικονομία, αν και αργά, αναπτύσσεται. Και για τα επόμενα δύο χρόνια αναμένεται ρυθμός ανάπτυξης 2%. Νέα έργα και μια δυναμική ελληνική αγορά θα μπορούσαν μετά από τα πολλά χρόνια της κρίσης να ενδυναμώσουν τις ελληνογερμανικές σχέσεις, γεγονός από το οποίο θα μπορούσαν να επωφεληθούν και οι 120 γερμανικές επιχειρήσεις, που εδρεύουν στην Ελλάδα. Ωστόσο μένει ακόμα πολλά να γίνουν. Το ποσοστό της ανεργίας του 20%, ο υψηλός δείκτης του χρέους και οι δύσκολες συνθήκες χρηματοδότησης παραμένουν ανησυχητικά για τις γερμανικές επιχειρήσεις. Αυτή τη στιγμή είναι σημαντικότερο από ποτέ, η ελληνική κυβέρνηση, μετά το τέλος των προγραμμάτων διάσωσης, να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και να εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα μέτρα.

»Οι γερμανικές επιχειρήσεις μπορούν να αποτελέσουν έναν ισχυρό εταίρο για την Ελλάδα. Κλάδοι, όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία, ο ενεργειακός τομέας και η εφοδιαστική αλυσίδα αποτελούν για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τομείς στρατηγικής σημασίας. Απαραίτητες είναι επίσης οι τεχνολογίες παραγωγής. Οι γερμανικές επιχειρήσεις προσφέρουν στον κλάδο αυτό προηγμένες λύσεις εταιρικής συνεργασίας. Πέρα από αυτό, στοιχεία του γερμανικού διττού μοντέλου επαγγελματικής εκπαίδευσης θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην εξειδίκευση. Ιδιαίτερα για τους νέους ανθρώπους, που πολλοί εκ των οποίων, υποφέρουν από την ανεργία. Το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο είναι εδώ και καιρό στον τομέα αυτό δραστήριο».

«Ανάπτυξη μέσω επενδύσεων και εξωστρέφεια, ήταν και παραμένουν οι απαραίτητοι όροι για την οριστική επίλυση του ελληνικού προβλήματος», τόνισε ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Μιχάλης Μαΐλλης.

Υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι προτεραιότητα της κυβέρνησης πρέπει να αποτελέσει η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και έξω αλλά και μέσα στη χώρα. «Χρειάζεται να διασφαλιστεί ένα καθεστώς ασφάλειας και σταθερότητας σε μακροπρόθεσμη βάση και θα πρέπει να υπάρξει ένα πλαίσιο που θα καταστήσει την Ελλάδα πόλο έλξης επενδύσεων» ανέφερε, για να διευκρινίσει ότι δεν μπορούμε ως χώρα να προτρέπουμε Έλληνες ή ξένους επενδυτές να μας εμπιστευθούν, όταν η φορολογία στην Ελλάδα βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με την αναπτυγμένη Γερμανία.

Τέλος, η Μαργαρίτα Αντωνίου, μέλος του Δ.Σ. του Enterprise Greece, ανέφερε ότι η ελληνική οικονομία καταγράφει αυξανόμενη ελκυστικότητα σε διεθνείς επενδυτές, επισημαίνοντας ότι οι εισροές καθαρών ξένων άμεσων επενδύσεων κατά το 2017 έφθασαν τα 3,2 δισ. ευρώ έναντι 2,5 δισ. ευρώ το 2016, καταγράφοντας αύξηση 28%, μετά από μια δεύτερη συνεχή χρονιά αυξημένων ροών. Επίσης, οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 2018 ανήλθαν σε 2.592 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 16,8% σε σχέση με την ίδια περίοδο το 2017.