Ο κλάδος των γαλακτοκομικών προϊόντων αποτελείται από σημαντικό αριθμό παραγωγικών επιχειρήσεων. Το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής είναι συγκεντρωμένο στις γαλακτοβιομηχανίες μεγάλου μεγέθους, οι οποίες διαθέτουν μακροχρόνια παρουσία στον κλάδο, μεγάλη ποικιλία προϊόντων, ισχυρά και αξιόπιστα εμπορικά σήματα και οργανωμένα δίκτυα διανομής, με αποτέλεσμα να κατέχουν διαχρονικά το μεγαλύτερο μερίδιο στο σύνολο της εγχώριας αγοράς. Οι υπόλοιπες παραγωγικές επιχειρήσεις, χρησιμοποιούν μονάδες παραγωγής μικρότερου μεγέθους και δυναμικότητας και δραστηριοποιούνται σε περιοχές σε ολόκληρη τη χώρα, συγκεντρώνοντας αξιόλογα μερίδια σε τοπικές αγορές.
Εκτός από τον παραγωγικό τομέα, ο κλάδος περιλαμβάνει και εισαγωγικές επιχειρήσεις, οι οποίες κατέχουν αξιόλογη θέση στην εγχώρια αγορά γαλακτοκομικών προϊόντων. Ορισμένες από αυτές βρίσκονται σε άμεση ή έμμεση σχέση με πολυεθνικές γαλακτοβιομηχανίες ενώ, δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο κλάδο των γαλακτοκομικών (ή και των τυροκομικών) προϊόντων. Αρκετές από τις εισαγωγικές επιχειρήσεις διαθέτουν προϊόντα που είναι ευρέως γνωστά στο καταναλωτικό κοινό και έχουν αναπτύξει πανελλαδικό δίκτυο διανομής.
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα ως βασικό είδος διατροφής παρουσιάζουν υψηλή ζήτηση και σχετικά χαμηλή ελαστικότητα ως προς την τιμή πώλησης και το διαθέσιμο εισόδημα. Παρ’ όλα αυτά, η τιμή πώλησης αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα που καθορίζει την τελική επιλογή του καταναλωτή ανάμεσα σε πλήθος εμπορικών σημάτων που διατίθενται στην αγορά. Επιπρόσθετα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος (γεύση, ποιότητα, θρεπτική αξία κ.ά.), η τεχνολογική πρόοδος που συμβάλλει σημαντικά στην βελτίωση των παραγόμενων προϊόντων, η διαφήμιση που ωθεί το καταναλωτικό κοινό προς συγκεκριμένα εμπορικά σήματα, όπως επίσης και η ύπαρξη ανταγωνιστικών/υποκατάστατων αγαθών με χαμηλότερο κόστος σε σύγκριση με τα αντίστοιχα γαλακτοκομικά, επηρεάζει σημαντικά τη ζήτηση των εξεταζόμενων προϊόντων.
H Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια Οικονομικών Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF επισημαίνει ότι η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος παρουσίασε καθοδική πορεία την περίοδο 2020-2021, έπειτα από μία διετία θετικών μεταβολών. Ωστόσο, η εγχώρια αγορά του γάλακτος υψηλής παστερίωσης, μακράς διάρκειας και του συμπυκνωμένου εμφάνισαν θετικούς ρυθμούς μεταβολής κατά το 2020, με την τάση αυτή να συνεχίζεται και το 2021, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Οι εν λόγω εξελίξεις αποδίδονται στην αλλαγή των προτιμήσεων των καταναλωτών οι οποίοι στράφηκαν προς προϊόντα γάλακτος που διατηρούνται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.