«Για πολλά χρόνια ο Ερντογάν θεωρήθηκε τύχη για την Τουρκία» γράφει ο Τόμας Μάγερ σε άρθρο του στη FAZ.
«Υπό την αιγίδα του το πραγματικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της Τουρκίας αυξανόταν σχεδόν κατά 6% ετησίως από το 2002. Σήμερα, η τουρκική οικονομία είναι κατά 135% μεγαλύτερη απ’ ό, τι πριν. Αλλά η ανάπτυξη χτίστηκε με χρέος. Από το 2011, το συνολικό χρέος όλων των οικονομικών τομέων της χώρας αυξήθηκε κατά περίπου 50% του ΑΕΠ. Αυτό από μόνο του δεν θα έπρεπε να αποτελεί πρόβλημα εάν η χρηματοδότηση είχε πραγματοποιηθεί από την εγχώρια αγορά. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε συνθήκες που οδήγησαν σε σταθερά υψηλά ελλείμματα του εξωτερικού εμπορίου.
Μέρος του ξένου κεφαλαίου για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης προέρχεται από άμεσες επενδύσεις, για παράδειγμα μέσω της αγοράς ή της σύστασης εταιρειών. Ένα άλλο, μεγάλο μέρος χρηματοδοτήθηκε από το χρέος των εταιρειών. Ως αποτέλεσμα, το εξωτερικό χρέος αυξήθηκε κατά περίπου 20 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ του 2005 και του 2017, στο 53% του ΑΕΠ. Και αυτό θα μπορούσε να είχε ξεπεραστεί εάν η τουρκική οικονομία είχε χρεωθεί στο τοπικό νόμισμα. Αλλά το 50% αυξήθηκε σε δολάρια και το 33% σε ευρώ. Όταν αυτά τα χρέη καταστούν απαιτητά, πρέπει να αντικατασταθούν από νέα χρέη ή να εξοφληθούν με ξένο νόμισμα. Και αυτό γίνεται ολοένα και περισσότερο μεγάλο πρόβλημα.
Πράγματι, οι διεθνείς επενδυτές έχασαν κάθε πίστη στην τουρκική οικονομική πολιτική, καθώς ο πρόεδρος Ερντογάν περιβλήθηκε με νέες υπερεξουσίες. Για αυτούς ο Ερντογάν εμφανίζεται ως οικονομικά αναλφάβητος λόγω της εμμονής του στην παράλογη ιδέα ότι ο πληθωρισμός πρέπει να αντιμετωπιστεί με χαμηλότερα επιτόκια.
Επειδή τα επιτόκια διατηρούνται χαμηλά υπό πίεση από τον πρόεδρο, η συναλλαγματική ισοτιμία της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου έχει μειωθεί κατά περίπου 40% από τις αρχές του τρέχοντος έτους. Ο πληθωρισμός αυξήθηκε από περίπου 7% την άνοιξη του 2016 σε 16% πρόσφατα. Από την άλλη πλευρά, γίνεται όλο και πιο δύσκολο για τις τουρκικές εταιρείες να εξασφαλίσουν το απαραίτητο ξένο νόμισμα για την εξυπηρέτηση του χρέους τους. Πουλάνε τα προϊόντα τους στην εγχώρια αγορά, λόγω της πτώσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας και έτσι πρέπει να αντλούν περισσότερα έσοδα σε τουρκικές λίρες για να αγοράσουν συνάλλαγμα για την εξυπηρέτηση του χρέους τους. Αλλά ακόμα και αν εξάγουν, χρειάζονται περισσότερα έσοδα σε δολάρια για να πληρώσουν τα αυξανόμενα επιτόκια για το χρέος τους σε δολάρια. Ορισμένες εταιρείες – και οι τράπεζες που τους έχουν χορηγήσει δάνεια σε ξένο νόμισμα – μπορεί να έχουν πρόβλημα.
Τι θα μπορούσε να κάνει η τουρκική κυβέρνηση τώρα; Ορισμένοι παρατηρητές προτείνουν μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων για να διατηρήσουν τους ξένους επενδυτές σε ευθυγράμμιση. Ωστόσο, ο Ερντογάν θα έπρεπε να πετάξει στον κάλαθο την οικονομική του τη θεωρία. Αλλά ακόμα κι αν το έκανε, είναι αμφίβολο κατά πόσο θα προσέλκυε ξένους επενδυτές. Επειδή η οικονομία πιθανότατα θα συρρικνωθεί και οι επενδυτές φοβούνται ότι δεν θα πάρουν τα χρήματά τους πίσω. Άλλοι προτείνουν δάνεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αλλά το «εγώ» του Ερντογάν πιθανόν να σταθεί στο δρόμο. Ο νέος Σουλτάνος δεν θέλει να υποταχθεί στις οικονομικές επιταγές των γραφειοκρατών της Ουάσινγκτον. Έτσι, έχει μόνο την ελπίδα κάπως να τους «ξεγελάσει», αν μπορέσει.
Σε εθνικό επίπεδο, η κυβέρνησή του θα πρέπει να περιορίσει την εγχώρια ζήτηση, αν και όχι μέσω των αυξήσεων των επιτοκίων, αλλά μέσω περικοπών στις κρατικές δαπάνες, όπως τα πολυάριθμα έργα υποδομής. Στο εξωτερικό, ο Ερντογάν πρέπει να ξεκινήσει μια επίθεση γοητείας για να επιστρέψουν οι εισροές ξένου συναλλάγματος στη χώρα του. Εδώ θα μπορούσε η ΕΕ να αρχίσει να παίζει. Δεν θα μπορούσε να αυξηθεί η χρηματοδοτική στήριξη για τη μελλοντική ένταξη στην ΕΕ της χώρας με πιστώσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων; Και τι γίνεται με την επέκταση της συμφωνίας για τους πρόσφυγες; Ο Ερντογάν ελπίζει να εξασφαλίσει υποστήριξη κατά την επίσκεψη του στο Βερολίνο στα τέλη του άλλου μήνα. Μετά τις προσβολές, ας ετοιμαστούμε για μια επίθεση γοητείας.
* Ο Thomas Mayer είναι διευθυντής του Ινστιτουτου Ερευνών Flossbach von Storch και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Witten / Herdecke.
Πηγή: FAZ, μετάφραση ΑΠΕ