Tα τελευταία χρόνια το σχετικό κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει εκτοξευτεί. Σύμφωνα με τη Eurostat, τα ελληνικά νοικοκυριά που δεν ιδιοκατοικούν πληρώνουν για στέγαση το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους μεταξύ των χωρών της ΕΕ, περίπου 37%.
Έρευνα της διαΝΕΟσις μαρτυρά πως περίπου 1 στα 3 νοικοκυριά που ζουν στις πόλεις πληρώνουν ακόμη πιο πολλά, περισσότερο από 40% του εισοδήματός τους για στέγαση -επίσης το πιο μεγάλο ποσοστό στην Ευρώπη. 3 στους 4 ενοικιαστές ηλικίας 18 έως 44 ετών δηλώνουν ότι το ενοίκιο που πληρώνουν τους προκαλεί άγχος. Οι εμπειρικές καταγραφές της αναζήτησης σπιτιού στην Αθήνα, συνήθως γραμμένες σε απελπισμένο τόνο, συμπληρώνουν την ίδια εικόνα.
Το τελευταίο διάστημα η συζήτηση για τη στεγαστική πολιτική έχει ανοίξει ξανά. Όλοι αναγνωρίζουν το πρόβλημα και τις ευρύτερες συνέπειές του, π.χ. στο δημογραφικό προφίλ της χώρας. Η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μέτρα που μένουν να εφαρμοστούν, ενώ και τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν κάνει προτάσεις. Πώς μπορεί όμως να μοιάζει μια σύγχρονη και αποτελεσματική στεγαστική πολιτική στην Ελλάδα;
Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι “Πώς φτάσαμε όμως στο μεγάλο κενό της στεγαστικής πολιτικής;” Το ελληνικό κράτος, παρότι είχε κάποια στεγαστική πολιτική, αυτή δεν ήταν ποτέ πολύ ισχυρή και οργανωμένη, αντίστοιχα με άλλες χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης. Ποια ήταν η παρέμβαση του κράτους για να αποκτήσουν σπίτι οι Έλληνες;
“Στην Ελλάδα το κράτος δεν ασχολήθηκε ποτέ ιδιαίτερα σοβαρά με τη στέγαση“, παρατηρεί ο επίκουρος καθηγητής Πολεοδομίας και Διαχείρισης Ακινήτων στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Νίκος Τριανταφυλλόπουλος. “Υπήρξαν ασφαλώς ο ΟΕΚ και κάποιες προσπάθειες να δημιουργηθούν στεγαστικές τράπεζες, όπως παλιότερα η Κτηματική και η Στεγαστική Τράπεζα και να διευκολυνθεί έτσι η έκδοση στεγαστικών δανείων. Όμως, η στεγαστική πολιτική ασκήθηκε κυρίως με έναν έμμεσο τρόπο, με την ενθάρρυνση της αντιπαροχής, αλλά και με καταπατήσεις και έπειτα νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων. Η κοινωνική κατοικία, ενώ υπήρξε κι αυτή, δεν αναπτύχθηκε ποτέ σε τέτοια κλίμακα ώστε να κάνει σημαντική διαφορά”.
Παρόμοια είναι και η οπτική του ομότιμου καθηγητή Ανθρώπινης Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Θωμά Μαλούτα: “Στην Ελλάδα είχαμε ένα αναπτυξιακό μοντέλο το οποίο ήταν αρκετά διαφορετικό από αυτό των ευρωπαϊκών βιομηχανικών χωρών, που έβλεπαν τη στέγαση ως έναν τρόπο για να εξασφαλίσουν την ύπαρξη και την επιβίωση των εργαζομένων”, λέει. “Στην Ελλάδα, η εποχή της μεγάλης γεωγραφικής μετακίνησης από την επαρχία προς τις πόλεις μεταπολεμικά δεν ήταν ακριβώς μια εποχή εκβιομηχάνισης: όσοι έφυγαν από την ύπαιθρο δεν έβρισκαν εύκολα δουλειά ούτε στις πόλεις -σχεδόν άλλοι τόσοι, άλλωστε, μετανάστευσαν στο εξωτερικό. Επομένως, ούτε το κράτος ούτε οι εργοδότες είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διατηρήσουν τους εργαζόμενους ευχαριστημένους και σε επαρκή αριθμό.
Σε αυτό το πλαίσιο, η στέγαση έγινε περισσότερο ατομικό και οικογενειακό μέλημα παρά δημόσιο. Έπρεπε να ‘στήσεις’ τη δική σου ιδιοκατοίκηση, λίγο-πολύ με τα δικά σου χέρια. Αντίστοιχα, το πολιτικό σύστημα φρόντισε να περιχαρακώσει τον τομέα της κατοικίας ως έναν χώρο που μπορούσαν να λειτουργήσουν και να αναπαράγονται οι μικροί παίκτες: ο μικρός οικοπεδούχος και ο μικρός κατασκευαστής. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν πολύ δύσκολο για τις τράπεζες να εμπλακούν με τον στεγαστικό τομέα. Από την άλλη μεριά ο μικρός εργολάβος ήταν προστατευμένος από την είσοδο των μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών στην αγορά. Ο μεγάλος δεν είχε, ανά μονάδα, μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους από αυτό που είχε ο μικρός. Έτσι, οι μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες, που θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μεγαλύτερα, κρατικά ή ιδιωτικά έργα κατοικιών εν πολλοίς απείχαν”.
Η αντιπαροχή, δηλαδή η ανταλλαγή γης με διαμερίσματα, ήταν μια συναλλαγή που επέτρεψε σε πολλούς Έλληνες να αποκτήσουν σπίτι χωρίς να το πληρώσουν με μετρητά και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη της Αθήνας και άλλων ελληνικών πόλεων.
Τα όποια μέτρα του κράτους για τη στέγαση ήταν περιορισμένα σε κλίμακα και εφαρμόζονταν πάντοτε στο περιθώριο -σπανιότερα οδήγησαν την ανάπτυξη των πόλεων ή της άλλαξαν κατεύθυνση. Εξάλλου, αφορούσαν μόνο συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού.
Η έρευνα της διαΝΕΟσις, εκτιμά ότι μια εξήγηση για το φαινόμενο της ακρίβειας στη στέγαση είναι η μεγάλη μείωση των εισοδημάτων. Από το 2009 μέχρι το 2014 οι Έλληνες έχασαν περισσότερο από 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Την ίδια περίοδο, οι τουρίστες στις πόλεις και στα νησιά αυξάνονταν. Οι ιδιοκτήτες βρήκαν νέες επιλογές εκμετάλλευσης των ακινήτων τους, όπως οι βραχυχρόνιες μισθώσεις, οι οποίες επηρέασαν με τη σειρά τους τις τιμές και τα ενοίκια. Όμως, η Ελλάδα ήταν ήδη μια χώρα χωρίς σπουδαία στεγαστική πολιτική. Εντός κρίσης διαλύθηκε ό,τι υπήρχε: το 2012 ο ΟΕΚ, ο κρατικός φορέας που έτρεχε τα πιο μαζικά προγράμματα στέγασης στη χώρα, καταργήθηκε χωρίς να αντικατασταθεί. Στο σημείο αυτό της έρευνας γίνεται ειδική αναφορά στην ιστορική πορεία του ΟΕΚ. Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι τον Απρίλιο του 2013, ο ΟΕΚ τυπικά απορροφήθηκε από τον τότε ΟΑΕΔ (πλέον ΔΥΠΑ). Όμως στην πραγματικότητα σύμφωνα με την έρευνα, σταμάτησε κάθε νέα δραστηριότητα. Σταμάτησε να εκδίδει νέα δάνεια, να επιδοτεί το επιτόκιο στεγαστικών δανείων ή να δίνει επιδόματα ενοικίου. Σταμάτησε, επίσης, να σχεδιάζει νέους οικισμούς και να κατασκευάζει κατοικίες. Από τότε μέχρι σήμερα, η λειτουργία του αφορά όσα είχαν σχεδιαστεί ή μείνει “ανοιχτά” πριν από το 2012: παρακολούθηση δανείων που είχαν ήδη εκδοθεί και ολοκλήρωση των έργων που είχαν ήδη αρχίσει.
Τι μπορεί να γίνει στην Ελλάδα-Οι πιθανές λύσεις
Το πρόβλημα της στέγασης είναι σημαντικό όχι μόνο για τις πρωτογενείς συνέπειές του, αλλά και επειδή συνδέεται στενά με τις ανισότητες και με το δημογραφικό πρόβλημα. Οι πιθανές λύσεις σύμφωνα με την έρευνα εστιάζονται σε 4 άξονες:
1.Επανεκκίνηση της στεγαστικής πολιτικής.
2.Αξιοποίηση των κενών κτηρίων, όπου είναι δυνατόν.
3.Περαιτέρω ρύθμιση των πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης.
4.Αλλαγές στη “χρυσή βίζα”.