«Επίθεση» από δύο μέτωπα – το ενεργειακό κόστος και τα επιτόκια – δέχονται το τελευταίο διάστημα τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, με τραπεζικά στελέχη να «τεστάρουν» ποιο από τα δύο βαραίνει περισσότερο για τους πελάτες τους.
«Το ενεργειακό κόστος ήταν ένα μεγάλο σοκ για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Η εκτιμώμενη ετήσια αύξηση υπολογίζεται σε 14 δισ. ευρώ. Πρόκειται για το 7% του ΑΕΠ, το 10% του διαθέσιμου εισοδήματος στον ιδιωτικό τομέα ή το 9% του τζίρου των επιχειρήσεων. Είναι ένα πολύ μεγάλο νούμερο, η πολιτεία έχει βοηθήσει πολύ στη διαχείριση αυτού του προβλήματος, αλλά θα χρειαστούν επιπλέον δράσεις», σχολίασε ο γενικός διευθυντής Εταιρικής και Επενδυτικής Τραπεζικής της Εθνικής Τράπεζας, κ. Βασίλης Καραμούζης, στο πλαίσιο εκδήλωσης του Economist, για να προσθέσει: «Συγκρίνοντας με το θέμα της ανόδου των επιτοκίων, ακόμη και σε περίπτωση μίας αύξησης κοντά στις 250 μονάδες βάσης αυτό αντιστοιχεί στο 0,8% του ΑΕΠ. Οπότε σαν πρόβλημα, σε σχέση με την ενέργεια, είναι αρκετά μικρότερο».
«Ο συνδυασμός αύξησης των επιτοκίων και της πολύ μεγάλης αύξησης των τιμών ενέργειας δημιουργούν κινδύνους στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και για το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών που με τη σειρά τους, δημιουργούν κινδύνους στους ισολογισμούς των τραπεζών», τόνισε χαρακτηριστικά ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας, σημειώνοντας πως οι τράπεζες ωφελούνται από την αύξηση των επιτοκίων, αντιμετωπίζουν, όμως, κινδύνους από την ενδεχόμενη χειροτέρευση της ποιότητας του ενεργητικού τους και από τη διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα. «Αυτός ο συνδυασμός έχει αυξήσει την ετοιμότητα των εποπτικών αρχών», κατέληξε.
Την άποψη πως η πανδημία, αλλά κυρίως η ενεργειακή κρίση, ο υψηλός πληθωρισμός και η αύξηση των επιτοκίων, δημιουργούν εν δυνάμει κινδύνους για νέα γενιά «κόκκινων» δανείων εξέφρασε από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), κ. Βασίλης Ράπανος, ξεκαθαρίζοντας, ωστόσο, ότι η μέχρι τώρα εξέλιξη δεν προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία.