Της Ελενας Ερμείδου
Αύξηση της χρήσης της Βιομάζας, του υδρογόνου και των καινοτόμων συνθετικών καυσίμων είναι κάποιες από τις προτάσεις που θέτει ο καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας του ΕΜΠ Παντελής Κάπρος με στόχο την μετάβαση σε οικονομία μηδενικού ισοζυγίου άνθρακα έως το 2050 υπό την προϋπόθεση να λαμβάνεται υπ’ όψιν η παράμετρος της οικονομικότητας στο πλαίσιο της εκπόνησης του νέου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, (ΕΣΕΚ) για την επόμενη δεκαετία.
Το ΕΣΕΚ θα αποτελέσει σημείο αναφοράς όχι μόνο για τις δράσεις των εθνικών φορέων και οργανισμών πάνω σε θέματα ενέργειας, αλλά και για τις δράσεις και επενδυτικές πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα, όπως είναι οι ασφαλιστικές και οι επενδυτές και διαχειριστές κεφαλαίων. Οι ασφαλιστικές έχουν κάθε λόγο να ενδιαφέρονται για τις εξελίξεις στην ενέργεια και την κλιματική αλλαγή, καθώς θα πρέπει να σχεδιάσουν νέα ασφαλιστικά προϊόντα που να καλύπτουν τις νέες πολιτικές. Επίσης και να ενισχύσουν τα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια με πράσινα χαρτιά χρέους, αλλά και να σχεδιάσουν επενδύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα σε υποδομές εν αναμονή μικρών μετατροπών στα όρια κινδύνου που αναμένονται στο Solvency II.
Το Σχέδιο θα ενσωματώσει τρεις προτεραιότητες: Πρώτον, τον στόχο για απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων έως το 2028. Δεύτερον, τον στόχο για διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα στο 35% έως το 2030. Τρίτον, την υιοθέτηση πιο φιλόδοξων στόχων για ενεργειακή αποδοτικότητα.
Το μοντέλο που θα χρησιμοποιηθεί για την υλοποίηση και εξειδίκευση των στόχων του ΕΣΕΚ μέχρι το 2030 με κεντρική κατεύθυνση την δραστική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου περιλαμβάνει τα εξής: απολιγνιτοποίηση, μετάβαση σε καθαρές πηγές ενέργειας, προώθηση της εξοικονόμησης ενέργειας σε όλους τους τομείς, ενίσχυση του εξηλεκτρισμού, προώθηση ΑΠΕ σε παραγωγή ηλεκτρισμού και τελική κατανάλωση, ανάπτυξη των δικτύων και των συστημάτων αποθήκευσης, νησιωτικές διασυνδέσεις, αξιοποίηση του φυσικού αερίου ως μεταβατικού καυσίμου σε ηλεκτροπαραγωγή και τελική κατανάλωση
Το νέο ΕΣΕΚ θα υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή έως το τέλος του έτους.