Υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2023, σύμφωνα με όσα προβλέπει το Καταστατικό της.

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί ευκαιρία για την περαιτέρω βελτίωση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας που πρέπει να αξιοποιηθεί

Η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνθηκε το 2023. Ωστόσο, αποδεικνύεται ανθεκτικότερη σε σχέση με ό,τι προβλεπόταν στην αρχή του έτους. Παρατηρείται όμως σημαντική ανομοιομορφία στις οικονομικές εξελίξεις. Η οικονομική δραστηριότητα εξασθενεί στις ανεπτυγμένες οικονομίες και κυρίως στη ζώνη του ευρώ, ενώ οι αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες εμφανίζουν οριακή μόνο υποχώρηση. Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, η σταδιακή απόσυρση της δημοσιονομικής στήριξης, ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός, αν και μειούμενος, το υψηλό χρέος, οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, ο γεωοικονομικός κατακερματισμός και η εκ νέου αύξηση της αβεβαιότητας από τον Οκτώβριο λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων στη Μέση Ανατολή επιδρούν αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα και στις προσδοκίες.

Ο παγκόσμιος πληθωρισμός, αν και συνεχίζει να υποχωρεί ως αποτέλεσμα της αύξησης των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής και της υποχώρησης των διεθνών τιμών των βασικών εμπορευμάτων, παραμένει σε υψηλά επίπεδα και οι δευτερογενείς επιδράσεις φαίνεται ότι ενσωματώνονται σταδιακά στον πυρήνα του. Οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση παραμένουν σημαντικοί. Πιο συγκεκριμένα, η έντονη γεωπολιτική αβεβαιότητα, η διάβρωση των πραγματικών εισοδημάτων από τον πληθωρισμό και το υψηλό κόστος εξυπηρέτησης δανείων ενδέχεται να εξακολουθήσουν να έχουν αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα το 2024.

Στην Ελλάδα, η οικονομία συνέχισε κατά τη διάρκεια του 2023 να αναπτύσσεται με ικανοποιητικό αλλά επιβραδυνόμενο ρυθμό, πολύ πιο ισχυρό πάντως από ό,τι στην ευρωζώνη. Ο γενικός πληθωρισμός σημείωσε σημαντική επιβράδυνση, πρωτίστως λόγω της συνεχιζόμενης υποχώρησης των τιμών των ενεργειακών αγαθών. Ωστόσο, οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές των επεξεργασμένων τροφίμων, των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών, διατήρησαν τον πυρήνα του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα. Οι σταθερά βελτιούμενες δημοσιονομικές επιδόσεις και η δέσμευση για την έγκαιρη υλοποίηση ενός φιλόδοξου επενδυτικού και μεταρρυθμιστικού προγράμματος συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου. Η εξέλιξη αυτή έχει συγκρατήσει τις ανοδικές επιδράσεις που ασκούν οι αυξήσεις των επιτοκίων στο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου.

Πραγματική οικονομία: Ικανοποιητική αλλά επιβραδυνόμενη αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας

Την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2023 η οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνθηκε έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2022, αλλά παρέμεινε ανθεκτική (+2,2%), ιδίως σε σύγκριση με τις επιδόσεις της ευρωζώνης. Βασικές συνιστώσες της ανάπτυξης παρέμειναν η ιδιωτική κατανάλωση, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου, αν και η επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου και ο υψηλός πληθωρισμός επέδρασαν καθοδικά στις εν λόγω συνιστώσες του ΑΕΠ. Η αύξηση των εισαγωγών, η οποία αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, συνέβαλε αρνητικά στη δυναμική του ΑΕΠ. Τέλος, η βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας, λόγω της υποχώρησης του ποσοστού ανεργίας, της ικανοποιητικής ανόδου της απασχόλησης και της αύξησης των ονομαστικών μισθών, συνέβαλε στη στήριξη των εισοδημάτων των νοικοκυριών.

Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός κατά τη διάρκεια του 2023 επιβραδύνθηκε σημαντικά, κυρίως λόγω της μεγάλης υποχώρησης των τιμών των ενεργειακών αγαθών. Ειδικότερα, αποκλιμακώθηκε από 7,3% τον Ιανουάριο σε 2,9% το Νοέμβριο. Ωστόσο, ο γενικός δείκτης χωρίς την ενέργεια κατέγραψε υψηλούς ρυθμούς, λόγω των ανοδικών πιέσεων τόσο στα διατροφικά αγαθά όσο και στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά και τις υπηρεσίες. Ο πληθωρισμός των διατροφικών αγαθών, μετά την κορύφωσή του το Δεκέμβριο του 2022 (12,9%), ακολουθεί καθοδική πορεία, η οποία ωστόσο παραμένει εύθραυστη λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία και της νέας κρίσης στη Μέση Ανατολή.
Αναμένεται περαιτέρω αποκλιμάκωση του εναρμονισμένου πληθωρισμού μέσα στο επόμενο έτος, καθώς όλες οι συνιστώσες του προβλέπεται ότι θα κινηθούν πλέον καθοδικά, με εξαίρεση την ενέργεια. Το διεθνές περιβάλλον όμως και ιδιαιτέρως οι γεωπολιτικές εξελίξεις δημιουργούν κλίμα αβεβαιότητας με έντονους ανοδικούς κινδύνους.

Χρηματοπιστωτικές εξελίξεις: Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία μετριάζει τις επιπτώσεις της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής στις αποδόσεις των ομολόγων

Οι αυξήσεις των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες ασκούν αυξητική επίδραση στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων, αλλά και των ομολόγων των ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων. Ωστόσο, οι ανοδικές πιέσεις στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους αντισταθμίστηκαν από τις θετικές εξελίξεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, ο οίκος Scope Ratings τον Αύγουστο, ο οίκος DBRS στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο οίκος S&P τον Οκτώβριο και ο οίκος Fitch στις αρχές Δεκεμβρίου 2023 αναβάθμισαν την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία.

Ως αποτέλεσμα, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παρουσιάζουν σημαντική μείωση σε σχέση με τις αρχές του 2023, όπως και οι διαφορές των αποδόσεών τους έναντι άλλων κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης. Αντίστοιχα, οι αποδόσεις των ελληνικών εταιρικών ομολόγων παρουσίασαν ήπια μεταβλητότητα από την αρχή του έτους, καθώς τα οφέλη από τις διαδοχικές θετικές εξελίξεις στην πιστοληπτική αξιολόγηση των ελληνικών κρατικών ομολόγων αντιστάθμισαν σε μεγάλο βαθμό τις αυξητικές πιέσεις επί των αποδόσεων στην αγορά ομολόγων.

Οι τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών (ΧΑ) σημείωσαν πολύ ισχυρή άνοδο, από την αρχή του 2023 μέχρι το Νοέμβριο, καταγράφοντας σημαντικά καλύτερη επίδοση από ό,τι οι μετοχές στις ΗΠΑ και στην ευρωζώνη. Οι τραπεζικές μετοχές παρουσίασαν υψηλότερες αποδόσεις σε σύγκριση με το γενικό δείκτη του ΧΑ, σε συνάφεια κυρίως με την αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία, την κερδοφορία και τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τραπεζών και την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Τραπεζικός τομέας: Άνοδος των επιτοκίων, επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης, σταθεροποίηση των καταθέσεων

Τα τραπεζικά επιτόκια εξακολούθησαν να αυξάνονται κατά το πρώτο δεκάμηνο του 2023, σε συνέπεια με την αυστηροποίηση της κατεύθυνσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Κατά την ίδια περίοδο, οι συνολικές τραπεζικές καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα κατέγραψαν μικρή μόνο αύξηση κατά 0,3 δισεκ. ευρώ (δεκάμηνο 2022: +3,6 δισεκ. ευρώ), καθώς η αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών αντισταθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την υποχώρηση των επιχειρηματικών καταθέσεων.

Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) τους πρώτους δέκα μήνες του 2023 επιβραδύνθηκε, γεγονός που συνδέεται με την άνοδο των δανειακών επιτοκίων την επισκοπούμενη περίοδο, αλλά και με την επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Η χορήγηση τραπεζικών δανείων προς τις επιχειρήσεις συνέχισε να στηρίζεται το 2023 από τα προγράμματα του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Τα δάνεια προς τα νοικοκυριά εμφάνισαν εντονότερους, σε σχέση με τις ΜΧΕ, ρυθμούς μείωσης κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023.

Τραπεζικό σύστημα: Θετικές προοπτικές λόγω της αναβάθμισης της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία

Η σημαντικότερη εξέλιξη το εννεάμηνο του 2023, που επιδρά θετικά στις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών, είναι η αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία. Συγκεκριμένα, η αναβάθμιση αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών, επομένως συντελεί στη συγκράτηση του αυξημένου κόστους δανεισμού τους από τις αγορές ομολόγων λόγω της αυστηροποίησης των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς. Επίσης, τα άμεσα οφέλη της αναβάθμισης αφορούν τη βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τίτλων των τραπεζών, μέρος του οποίου αποτελείται από ελληνικά κρατικά ομόλογα, την αύξηση της διαθέσιμης ρευστότητας (εφόσον αυτά πλέον θα μπορούν να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις για την αναχρηματοδότηση των τραπεζών από το

Ευρωσύστημα χωρίς να χρειάζεται παρέκκλιση από τα σχετικά κριτήρια επιλεξιμότητας) και τη μείωση του κινδύνου αγοράς των τραπεζών, καθώς αναμένεται ότι θα μειωθεί ο συντελεστής ευαισθησίας των ελληνικών τίτλων στις διακυμάνσεις του διεθνούς επενδυτικού κλίματος. Αναμένεται επίσης ότι η πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και στη διατραπεζική αγορά θα καταστεί ευκολότερη για τις ελληνικές τράπεζες, και ήδη η αναβάθμιση έχει ασκήσει σημαντική μειωτική επίδραση στο κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από τις κεφαλαιαγορές. Τέλος, αναμένονται σημαντικές μακροχρόνιες θετικές επιδράσεις στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, στο βαθμό που ενισχύεται η κερδοφορία των τραπεζών, μειώνεται ο πιστωτικός κίνδυνος και βελτιώνεται η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών. Σημειώνεται ότι η αναβάθμιση και οι παράγοντες οι οποίοι οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη, όπως η βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών και η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, έχουν επιδράσει υποστηρικτικά στη διαδικασία αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τις ελληνικές τράπεζες.

Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκε το εννεάμηνο του 2023, λόγω της σημαντικής αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους και της μείωσης των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παρουσίασαν οριακές μεταβολές το Σεπτέμβριο του 2023 έναντι του Δεκεμβρίου του 2022, παραμένοντας χαμηλότεροι από τον αντίστοιχο μέσο όρο σε επίπεδο ευρωζώνης, ενώ o δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σε ατομική βάση μειώθηκε το Σεπτέμβριο του 2023 σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2022, παραμένοντας όμως υψηλότερος από τον αντίστοιχο της ευρωζώνης. Επισημαίνεται πάντως ότι κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου παρατηρήθηκε καθαρή εισροή νέων ΜΕΔ σε όλα τα χαρτοφυλάκια δανείων. Τέλος, ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio – LCR) και ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (Net Stable Funding Ratio – NSFR) αυξήθηκαν το Σεπτέμβριο του 2023 σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2022, παραμένοντας αμφότεροι σε υψηλότερο επίπεδο από τους αντίστοιχους δείκτες των τραπεζών της ευρωζώνης.

Προβλέψεις

Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2023 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,4%, να αυξηθεί οριακά στο 2,5% το 2024 και το 2025 και να υποχωρήσει ελαφρά στο 2,3% το 2026. Συνεπώς, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την ευρωζώνη.

Η προς τα κάτω αναθεώρηση του ρυθμού μεγέθυνσης για το 2024 σε σχέση με την πρόβλεψη του Ιουνίου (3,0%) αντανακλά την προς τα κάτω αναθεώρηση του ρυθμού μεγέθυνσης στην ευρωζώνη και την αναμενόμενη διατήρηση των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής σε υψηλό επίπεδο για μεγαλύτερο διάστημα. Βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομίας τα επόμενα έτη θα συνεχίσουν να είναι η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές, ενώ η καθαρή συμβολή του εξωτερικού τομέα θα είναι οριακά αρνητική. Η νομισματική πολιτική εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να επιδρά συσταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα, ενώ θετικά στην ανάπτυξη θα συμβάλουν οι επενδύσεις χάρη στους πόρους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, εκτιμάται ότι θα συνεχίσει την καθοδική του πορεία. Το 2023 αναμένεται να υποχωρήσει σε 4,1%, από 9,3% το 2022, αντανακλώντας τη μεγάλη μείωση των τιμών των ενεργειακών αγαθών. Μέχρι το τέλος της περιόδου πρόβλεψης (2026), ο πληθωρισμός θα συγκλίνει προς το στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2%). Στην καθοδική πορεία του πληθωρισμού θα συμβάλουν όλες οι συνιστώσες του. O πυρήνας του πληθωρισμού προβλέπεται στο 5,3% το 2023, ενώ θα μειωθεί έντονα το 2024 και στη συνέχεια θα αποκλιμακώνεται σταθερά.

Κίνδυνοι και αβεβαιότητες

Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί. Αναλυτικότερα, κινδύνους για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτελούν: (α) τυχόν επιδείνωση της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή και οι συνεπαγόμενες επιπτώσεις στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, (β) ο χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, (γ) η καθυστέρηση υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, που θα επιβράδυνε τη διαδικασία ενίσχυσης της παραγωγικότητας της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, και (δ) ακραία καιρικά φαινόμενα (πλημμύρες και πυρκαγιές, όπως συνέβη το 2023). Η ελληνική οικονομία θα επηρεαστεί θετικά σε περίπτωση που η ανάκτηση της επενδυτικής κατηγορίας στην πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου προκαλέσει ισχυρότερες ευνοϊκές επιδράσεις από τις αναμενόμενες ή σε περίπτωση που τα έσοδα από τον τουρισμό υπερβούν ξανά τις προσδοκίες.

Προκλήσεις

Πληθωρισμός: Για όσο διάστημα είναι απαραίτητη η περιοριστική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα, η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι περιοριστική, ώστε να μην δημιουργείται πλεονάζουσα ζήτηση που θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω τις τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις και κατ’ επέκταση τις πληθωριστικές προσδοκίες. Είναι κρίσιμο οι εθνικές πολιτικές να συμβάλουν στη συγκράτηση των πληθωριστικών προσδοκιών, ώστε να αποφευχθεί ένα σπιράλ αυξητικής δυναμικής των τιμών, που θα οδηγούσε σε εντονότερη και μεγαλύτερης διάρκειας αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής.

Υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ: Παρά την αύξηση των επιτοκίων κατά τη διάρκεια του 2023, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα εκτιμάται αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση των δανειακών υποχρεώσεων προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο.

Μη εξυπηρετούμενα δάνεια και υψηλό ιδιωτικό χρέος: Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), παρά την αξιοσημείωτη αποκλιμάκωσή του, παραμένει υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης και είναι αναγκαία η μείωσή του σε ένα περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων για μακρότερο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη.

Χρόνιες αδυναμίες στην αγορά εργασίας: Παρά την αισθητή μείωση της ανεργίας χάρη στις μεταρρυθμίσεις που υλοποιούνται τα τελευταία έτη, αρκετές στρεβλώσεις συνεχίζουν να υφίστανται, καθώς τα ποσοστά ανεργίας των γυναικών και των νέων παραμένουν σημαντικά υψηλότερα του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Η επιθυμητή περαιτέρω μείωση της ανεργίας συναρτάται και με το πόσο εύκολα μπορούν οι επιχειρήσεις να προσλάβουν προσωπικό σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Η αναντιστοιχία μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας καθυστερεί την ταχεία αποκλιμάκωση της ανεργίας και, σε συνδυασμό με το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, επιβραδύνει το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης.

Χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα: Η κατάταξη της Ελλάδος σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας παρουσιάζει στασιμότητα ή και υποχώρηση το 2023, μετά την αποτύπωση μεγάλης προόδου την περίοδο 2020-2022. Συγκριτικά μειονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με το δείκτη ανταγωνιστικότητας του IMD (Ιούνιος 2023), θεωρούνται η έλλειψη ανταγωνιστικού φορολογικού πλαισίου, το αναποτελεσματικό νομικό πλαίσιο και η χαμηλή ποιότητα εταιρικής διακυβέρνησης. Πρόσθετα παραδείγματα εγγενών αδυναμιών αποτελούν η φοροδιαφυγή, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει στις μεταβιβάσεις ακινήτων, στο χωροταξικό σχεδιασμό, στην ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου και στον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στη χαμηλή αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (The 2023 EU Justice Scoreboard), o χρόνος που χρειάζεται για την επίλυση αστικών διαφορών σε πρωτοβάθμια δικαστήρια συνέχισε να αυξάνεται, σε 728 ημέρες το 2021 από 637 ημέρες το 2019.

Προτάσεις πολιτικής

Σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, χαμηλότερων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, υψηλών επιτοκίων και αυξημένης αβεβαιότητας λόγω των διαδοχικών κρίσεων, με αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους και με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης να γίνονται ολοένα πιο έκδηλες και αισθητές σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής ως προς το μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό αποκτά καθοριστική σημασία. Στο πλαίσιο αυτό, και προκειμένου να βελτιωθεί η ανθεκτικότητα της οικονομίας και να αντιμετωπιστούν οι μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις και χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, η οικονομική πολιτική οφείλει να δώσει έμφαση στους παρακάτω τομείς:

1ον Διατηρήσιμη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να περιορίσουν, όπου είναι εφικτό, το περιθώριο κέρδους τους ώστε να αποφευχθεί το φαινόμενο του “πληθωρισμού κερδών”. Βραχυπρόθεσμα απαιτείται εντατικοποίηση των ελέγχων των αρμόδιων ελεγκτικών μηχανισμών και της Επιτροπής Ανταγωνισμού ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα αισχροκέρδειας και ολιγοπωλιακές πρακτικές. Μεσομακροπρόθεσμα απαιτείται η ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων, με άρση των πάσης φύσεως ρυθμιστικών εμποδίων στον ανταγωνισμό ώστε να διευκολυνθεί η είσοδος νέων επιχειρήσεων. Παράλληλα, οι μισθολογικές αυξήσεις, οι οποίες εντείνονται λόγω της στενότητας στην αγορά εργασίας, θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να καλύπτουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, χωρίς όμως να δημιουργούν ένα σπιράλ αυξήσεων μισθών-τιμών που θα οδηγούσε και σε χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας.
2ον Επιτάχυνση της απορρόφησης και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU και του ΕΣΠΑ 2021-2027. Οι πόροι αυτοί θα πρέπει να κατευθυνθούν σε οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμους τομείς υψηλής τεχνολογίας, οι οποίοι έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό, καθώς και στη βελτίωση των υποδομών.
3ον Συνέχιση και ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς με χρόνιες δυσλειτουργίες, όπως για παράδειγμα η απονομή της δικαιοσύνης. Συνεπώς απαιτούνται δράσεις (κάποιες από τις οποίες περιλαμβάνονται στο σχέδιο Ελλάδα 2.0) που στοχεύουν στον εκσυγχρονισμό και την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, μέσω της αναβάθμισης των δεξιοτήτων των δικαστών, καθώς και των συστημάτων τήρησης αρχείων και πληροφορικής στα δικαστήρια, και μέσω της υιοθέτησης νομοθεσίας για την παρακολούθηση και βελτίωση της απόδοσης των δικαστικών υπαλλήλων και την αναθεώρηση του δικαστικού χάρτη για όλους τους κλάδους της δικαιοσύνης.
4ον Βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος ώστε να ενισχυθούν οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα της εργασίας. Δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση περιλαμβάνουν την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης, αλλά και τη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος που θα μπορούσε να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου για τους επενδυτές και να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του επενδυτικού κενού. Παράλληλα, απαιτείται η άρση των κανονιστικών περιορισμών στην πρόσβαση και την άσκηση ορισμένων επαγγελματικών υπηρεσιών, οι οποίοι παραμένουν υψηλότεροι από ό,τι κατά μέσο όρο στην ΕΕ, η αύξηση των επιχειρηματικών δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη, οι οποίες υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, και η βελτίωση του επιπέδου ψηφιοποίησης της οικονομίας.
5ον Αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής θα δημιουργήσει επιπλέον δημοσιονομικό χώρο, ικανό για μια ευρύτερη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και την προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης.
6ον Μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ. Παρότι δεν υπάρχουν άμεσοι κίνδυνοι για το δημόσιο χρέος από την άνοδο των επιτοκίων, εξαιτίας των ευνοϊκών χαρακτηριστικών της διάρθρωσης του χρέους, θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτά δεν είναι μόνιμα. Παρέχουν μόνο ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας προκειμένου το δημόσιο χρέος να παραμείνει βιώσιμο κατά την επερχόμενη σταδιακή λήξη και αντικατάσταση των ευνοϊκών δανείων, που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των μνημονίων, με νέο δανεισμό σε όρους αγοράς. Προκειμένου να αξιοποιηθεί αυτό το παράθυρο ευκαιρίας, απαιτείται η επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων με σκοπό τη διατήρηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας.
7ον Αντιμετώπιση των προκλήσεων των φυσικών καταστροφών εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Η πρόσφατη εμπειρία των καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής κατέδειξε την ανάγκη πρόβλεψης ειδικών κονδυλίων για έργα προσαρμογής και για την παροχή έκτακτης βοήθειας, πέρα από τις απαραίτητες επενδύσεις για έργα μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα. Το αυξημένο κόστος των φυσικών καταστροφών θα πρέπει να καλύπτεται είτε από ευρωπαϊκά κονδύλια, είτε από πρόσθετες πηγές εθνικών εσόδων, ενώ κρίνεται επιβεβλημένη και η προώθηση της ιδιωτικής ασφάλισης περιουσιακών στοιχείων ώστε να περιοριστεί το δημοσιονομικό κόστος.
8ον Αντιμετώπιση του προβλήματος της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας και αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Για να αντιμετωπιστεί η αναντιστοιχία μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας, απαιτούνται, μεταξύ άλλων, η συνέχιση και η αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης, η κατάρτιση των μακροχρόνια ανέργων στις νέες δεξιότητες, αλλά και η συνεχής ανάπτυξη και χρήση των δεξιοτήτων των εργαζομένων σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Εξίσου απαραίτητες παραμένουν οι παρεμβάσεις για την ένταξη και παραμονή στην αγορά εργασίας των γυναικών, που θα συντελέσει στην οικονομική ανάπτυξη και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
9ον Περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα. Οι τράπεζες οφείλουν να ενισχύσουν περαιτέρω τα κεφαλαιακά τους αποθέματα αξιοποιώντας την αυξημένη κερδοφορία, η οποία διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου. Επίσης, απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση της διασύνδεσης των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής με το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
10ον Αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους που είναι εκτός τραπεζικού τομέα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την παροχή διατηρήσιμων λύσεων ρύθμισης για τους “βιώσιμους” πιστούχους και τη ρευστοποίηση των εμπράγματων εξασφαλίσεων για τις υπόλοιπες περιπτώσεις. Στην αντιμετώπιση του προβλήματος αναμένεται να βοηθήσουν και οι βελτιώσεις στον εξωδικαστικό μηχανισμό και ιδίως η λειτουργία του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης ακινήτων.
11ον Προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, η οποία θα βοηθήσει στην περαιτέρω μείωση του επενδυτικού κενού. Προς το σκοπό αυτό, απαιτείται η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ώστε να διευκολυνθεί η εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων. Ταυτόχρονα όμως απαιτείται και η αναβάθμιση των δυνατοτήτων χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων μέσω διεθνών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (υπό τη μορφή εκδόσεων χρέους και μετοχικών συμμετοχών) ώστε να επιταχυνθεί η υλοποίηση νέων ιδιωτικών επενδύσεων, ιδίως στον τομέα της τεχνολογίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο απαιτεί και βελτίωση της ποιότητας των λογιστικών καταστάσεων και συνολικά της εταιρικής διακυβέρνησης, ώστε να ξεπεραστούν προβλήματα ασύμμετρης πληροφόρησης που εμποδίζουν την είσοδο δυνητικά ενδιαφερόμενων διεθνών επενδυτών.

Η εδραίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας επισφραγίστηκε με την αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία. Επιπλέον, παρά τις αλλεπάλληλες διεθνείς κρίσεις και την υψηλή αβεβαιότητα εξαιτίας των γεωπολιτικών εντάσεων, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την ευρωζώνη εφέτος αλλά και τα επόμενα χρόνια, ενισχύοντας τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης. Ωστόσο, οι θετικές προοπτικές δεν πρέπει να οδηγούν σε εφησυχασμό, καθώς η τρέχουσα διαβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου υπολείπεται αισθητά της πιστοληπτικής αξιολόγησης που είχε το 2009, αλλά και της μέσης πιστοληπτικής αξιολόγησης που έχουν σήμερα οι χώρες της ευρωζώνης. Συνεπώς απαιτείται υπευθυνότητα και συνέχιση της προσπάθειας ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στην ασκούμενη οικονομική πολιτική και να συνεχιστούν οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου.

Βασικοί πυλώνες αυτής της προσπάθειας θα πρέπει να είναι η συνέχιση της συνετής δημοσιονομικής διαχείρισης, η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας και η υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Οι δράσεις αυτές θα επιτρέψουν την ταχεία υποχώρηση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, την αύξηση των επενδύσεων σε τομείς που σχετίζονται με την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας και τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε υψηλότερο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης, σε ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και σε επιτάχυνση της πραγματικής σύγκλισης με την ευρωζώνη.