Με στόχο την προστασία του επενδυτικού κοινού από πιθανή παραπληροφόρηση και αβεβαιότητα σχετικά με τα οικονομικά αποτελέσματα του εννεαμήνου, η Ελληνική Τράπεζα έχει αιτηθεί την αναστολή της διαπραγμάτευσης των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου μέχρι τη δημοσίευση των συγκεκριμένων οικονομικών αποτελεσμάτων και την οριστικοποίηση του αντίκτυπού τους στην εποπτική κεφαλαιακή θέση της, όπως μεταδίδει το philnews.com.
Η Ελληνική Τράπεζα ανακοίνωσε ότι αναμένει το κέρδος μετά τη φορολογία για το εννεάμηνο του 2018 να είναι σημαντικά υψηλότερο από προηγούμενες προσδοκίες και προηγούμενες αντίστοιχες περιόδους.
«Τα οικονομικά αποτελέσματα 9Μ2018 της Εταιρείας θα συμπεριλαμβάνουν τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων που αφορούν τα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις από τη Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, πρώην Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, το Σεπτέμβριο 2018 (η “Απόκτηση”) για την περίοδο ενός μηνός του Σεπτεμβρίου 2018 και την αναμενόμενη αρνητική υπεραξία που προκύπτει από την Απόκτηση».
Σε συνέχεια της ολοκλήρωσης της Απόκτησης, σημειώνεται, η Εταιρεία διεξάγει άσκηση επιμερισμού του κόστους αγοράς βάσει της εύλογης αξίας των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων κατά την ημερομηνία ολοκλήρωσης (1η Σεπτεμβρίου 2018).
Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της εν λόγω άσκησης δείχνουν ότι η αρνητική υπεραξία που θα αναγνωριστεί θα κυμανθεί σε ένα εύρος σημαντικά υψηλότερο από προηγούμενες εκτιμήσεις.
Η Εταιρεία τονίζει ότι η άσκηση επιμερισμού υπόκειται σε έλεγχο από τους ελεγκτές της Εταιρείας και ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε βεβαιότητα στο παρόν στάδιο ότι οι ελεγκτές θα συμφωνήσουν με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται και/ή με το αποτέλεσμα της άσκησης.
Σημειώνεται ότι η άσκηση και ο έλεγχός της εμπεριέχουν τη χρήση εσωτερικών μοντέλων και κρίσεων. Επομένως, τα αποτελέσματα στα οποία θα καταλήξουν η Εταιρεία και οι ελεγκτές της δύνανται να διαφέρουν σημαντικά.
«Επιπλέον του τελικού ποσού της αρνητικής υπεραξίας, το κέρδος μετά τη φορολογία για 9Μ2018 υπόκειται στο φορολογικό χειρισμό της αρνητικής υπεραξίας και τυχόν πιθανές προβλέψεις αναδιάρθρωσης που σχετίζονται με την Απόκτηση, με τα δύο αυτά στοιχεία να υπόκεινται σε τελική επανεξέταση και έγκριση.
Τέλος, η εποπτική κεφαλαιακή μεταχείριση της αρνητικής υπεραξίας και, συνεπώς, η πιθανή θετική επίδρασή της στην εποπτική κεφαλαιακή θέση της Εταιρείας υπόκεινται σε εξέταση και έγκριση από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές».