Αντιμέτωπος με νέες προκλήσεις είναι ο κλάδος ιχθυοκαλλιέργειας. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του συνεδρίου ιχθυοκαλλιέργειας, το 2019 η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε σε 120.500 τόνους συνολικής αξίας 545,6 εκατ. ευρώ. Σε σχέση με το 2018 παρατηρείται αύξηση σχεδόν 3% ως προς τον όγκο παραγωγής και οριακή μείωση 1% ως προς την αξία πωλήσεων λόγω της μειωμένης τιμής και για τα δύο είδη.
Ο συνολικός αριθμός εκμεταλλεύσεων υδατοκαλλιέργειας στην Ελλάδα ανέρχεται σε 1.097. Αναλυτικότερα, 85% σε θαλάσσια ύδατα (911 μονάδες για παραγωγή ψαριών και μυδιών), 8% σε εσωτερικά ύδατα (χερσαίες εγκαταστάσεις), 7% σε υφάλμυρα νερά (λιμνοθάλασσες) και + 29 ιχθυογεννητικοί σταθμοί.
Ο συνολικός αριθμός απασχολούμενων ανέρχεται σε 12.000 εργαζόμενους διαφόρων ειδικοτήτων (επιστημονικό, τεχνικό και εργατικό προσωπικό) κυρίως σε απομακρυσμένες και νησιωτικές περιοχές.
Στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, το 2019 διατέθηκαν 466.083 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού υδατοκαλλιέργειας σημειώνοντας συνολική αύξηση 5,2% σε σχέση με το 2018 (Ελλάδα:120.000 τόνοι). Η σημαντικότερη συνολική αύξηση καταγράφηκε στη Γαλλία (26,9%) ενώ ακολουθούν η Ελλάδα (13,1%), η Ισπανία (9,2%) και η Κροατία (8,5%)
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται στις δύο πρώτες χώρες παραγωγής ψαριών μεσογειακής υδατοκαλλιέργειας, αντιπροσωπεύοντας το 22,2% της παραγωγής τους διεθνώς το 2018.
Αναφορικά με την νορβηγική και τη βρετανική παραγωγή, από τα στοιχεία προκύπτει ότι το 2018 στην 1η θέση παραγωγής ψαριών στην ΕΕ βρίσκεται το Ηνωμένο Βασίλειο με 180 χιλιάδες τόνους ψαριών αξίας 1.047,819 εκατ. ευρώ. Στη Νορβηγία παρήχθησαν 1,3 εκατ. τόνοι ψαριών αξίας 6,6 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας το σύνολο της ευρωπαϊκής παραγωγής ως προς τον όγκο και την αξία.
Το 2019 ποσοστό 75,2% της παραγωγής τσιπούρας και λαυρακιού προήλθε από 5 χώρες: Τουρκία (160.000 τόνοι), Ελλάδα (120.500 τόνοι), Ισπανία (40.856 τόνοι), Ιταλία (16.500 τόνοι) και Κροατία (12.863). Ελλάδα και Τουρκία μαζί αντιπροσωπεύουν το 60,1% της παραγωγής τσιπούρας και λαυρακιού παγκοσμίως. Σημειώνεται ότι η Τουρκία μέσα σε δέκα χρόνια σχεδόν τριπλασίασε την παραγωγή της ξεπερνώντας τους 100.000 τόνους και αντιπροσωπεύοντας πλέον το 34,3% του συνολικού όγκου παραγωγής των δυο ειδών το 2019.