Η Μαρίνα Χατζοπούλου «οσμίζεται» νωρίς τα οφέλη που μπορεί να συνοδεύουν την τεχνολογική εξέλιξη. Το 1994 η σκέψη ότι ένα αντικείμενο μπορεί να εκτυπωθεί, αντί να κατασκευαστεί, ακουγόταν ακόμα στους περισσότερους σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Ωστόσο, η 29χρονη τότε ομογενής, επί σειρά ετών στέλεχος της Wall Street, είδε την προοπτική και ίδρυσε στις ΗΠΑ -μαζί με συναδέλφους της- τη «Z Corporation», μια εταιρεία 3D printing, βασισμένη σε τεχνολογία που αναπτύχθηκε στο περίφημο ΜΙΤ της Μασαχουσέτης.

Η «Z Corporation», που αργότερα εξελίχθηκε σε μια από τις 5000 ταχύτερα αναπτυσσόμενες ιδιωτικές επιχειρήσεις στις ΗΠΑ (συμπεριλήφθηκε στον δείκτη Inc-5000 για δύο συνεχόμενες χρονιές), πωλήθηκε το 2005, έχοντας τότε έσοδα 30 εκατ. δολαρίων. Έκτοτε, η Μαρίνα Χατζοπούλου (Marina Hatsopoulos) έχει βρεθεί στο διοικητικό συμβούλιο εταιρειών με αξία εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων κι έχει επενδύσει σε επιχειρήσεις σε τομείς αιχμής.

Οι γονείς της ήταν Έλληνες μετανάστες από την Αθήνα, που εγκαταστάθηκαν στη Βοστόνη πριν από τη γέννησή της. Στο σπίτι τους, επιστήμη και επιχειρηματικότητα «συγκατοικούσαν»: το 2018 η «Wall Street Journal» έγραψε για τον πατέρα της, Τζορτζ Χατζόπουλο, ιδρυτή μιας εταιρείας του δείκτη Fortune-500, με ετήσιες πωλήσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων, ότι αντί να παίζει γκολφ τα Σαββατοκύριακα όπως συνηθίζουν άλλοι CEO, προτιμούσε να εργάζεται πάνω στις θεωρίες του για τη θερμοδυναμική ή την οικονομική πολιτική, περιτριγυρισμένος από την ομίχλη του καπνού της πίπας του…

Η κ. Χατζοπούλου, που ήδη από παιδί ονειρευόταν να δημιουργήσει τη δική της επιχείρηση, είναι σήμερα -μεταξύ άλλων- πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της «Levitronix Technologies», παγκόσμιας ηγέτιδας στον κλάδο της. Πώς βλέπει την προοπτική της ελληνικής οικονομίας και των ελληνικών νεοφυών επιχειρήσεων;

Η μεγαλύτερη ευκαιρία για την Ελλάδα, το σπάσιμο της «νόρμας» και το μοντέλο του Ισραήλ

Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η ομογενής επιχειρηματίας, επενδυτική άγγελος, μέντορας και συγγραφέας, διατυπώνει την εκτίμηση ότι «η μεγαλύτερη ευκαιρία για την Ελλάδα σήμερα, για να καθοδηγήσει την κοινωνικο-οικονομική κινητικότητα, είναι οι τεχνολογικές startup, οι οποίες βρίσκουν “τρύπες” στην αγορά και δημιουργούν λύσεις για προβλήματα της κοινωνίας. Η Ελλάδα διαθέτει ταλαντούχους, αγγλόφωνους μηχανικούς και προγραμματιστές λογισμικού, καθώς και θερμοκοιτίδες, επιταχυντές επιχειρηματικότητας, συνεργατικούς χώρους και διαγωνισμούς για startup. Η δε νοοτροπία αλλάζει και μετατοπίζεται σε μια πιο επιχειρηματική: είναι ΟΚ να σπάσεις τη “νόρμα” και είναι ΟΚ να αποτύχεις. Και, το σημαντικότερο, υπάρχει διαθέσιμη χρηματοδότηση από κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών στην Ελλάδα για τα πρώιμα στάδια και στη συνέχεια πολύ περισσότερη στις ΗΠΑ, αφότου αυτές οι νεοφυείς επιχειρήσεις (startups) καθιερώσουν την παρουσία τους εκεί».

   Το ισραηλινό μοντέλο, συνεχίζει, είναι αυτό που ταιριάζει απόλυτα στην Ελλάδα: «ένας επιχειρηματίας μπορεί να δημιουργήσει μια ομάδα τεχνικής ανάπτυξης στην Ελλάδα και ένα γραφείο για την αγορά στις ΗΠΑ, με τον CEO να κινείται ανάμεσα στις δύο χώρες. Η πρόκληση για αυτούς τους επιχειρηματίες είναι να βρουν μέντορες και συμβούλους με σχετική παγκόσμια επιχειρηματική εμπειρία».

   Η προθυμία των Ελλήνων του εξωτερικού να επενδύσουν σε ελληνικές startup κι η εξαιρετική ευκαιρία της «βαθιάς τεχνολογίας»

   Η κ. Χατζοπούλου, μέλος του συμβουλευτικού συμβουλίου του MIT Enterprise Forum Greece, επισημαίνει ακόμα ότι πολλοί Έλληνες του εξωτερικού, όπως η ίδια, είναι πρόθυμοι να επενδύσουν σε ελληνικές startups: «Οι Έλληνες εκτός Ελλάδας είναι δυσανάλογα επιτυχημένοι σε σχέση με τον πληθυσμό τους. Η Ελλάδα είναι -αναλογικά με τον πληθυσμό της- δεύτερη στον κόσμο σε όρους εξαγωγής ακαδημαϊκών στα κορυφαία αμερικανικά πανεπιστήμια. Όταν περπατάς στις αίθουσες του ΜΙΤ, παρατηρείς πολλά ελληνικά ονόματα στις πόρτες! Οι Έλληνες του εξωτερικού είναι καλά τοποθετημένοι, ώστε να επενδύσουν σε ελληνικές νεοσύστατες επιχειρήσεις, να συμμετάσχουν στα διοικητικά τους συμβούλια ή να προσφέρουν καθοδήγηση -ή ακόμα και εργασιακή εμπειρία για μελλοντικούς επιχειρηματίες. Παρόλο που η επένδυση σε οποιαδήποτε startup εμπεριέχει ρίσκο, πολλοί Έλληνες σαν εμένα είναι πρόθυμοι να επενδύσουν σε ελληνικές startups σήμερα, ενώ άλλοι τηρούν στάση αναμονής παρακολουθώντας. (Οι Έλληνες του εξωτερικού) πρέπει να εκπαιδευτούν για το πώς έχει αλλάξει το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία».

   Κατά τη Μαρίνα Χατζοπούλου, η λεγόμενη «βαθιά τεχνολογία»* αποτελεί επίσης εξαιρετική ευκαιρία για την ελληνική οικονομία, τόσο για τις νεοφυείς, όσο και για μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Όπως λέει, στην Ελλάδα γίνεται εκτεταμένη έρευνα, η οποία χρηματοδοτείται από την ΕΕ, αλλά στο παρελθόν, οι ερευνητές είχαν επικεντρωθεί στις δημοσιεύσεις, αντί να επιδιώκουν να κατοχυρώσουν με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και να αξιοποιήσουν εμπορικά το έργο τους. «Η εμπορική εκμετάλλευση της βαθιάς τεχνολογίας απαιτεί πολλά χρόνια για να αποδώσει καρπούς, αλλά η ευκαιρία είναι πολύ μεγαλύτερη. Αυτό απαιτεί αλλαγή νοοτροπίας των ερευνητών, ώστε να δημιουργούν ομάδες με άτομα που έχουν δεσμευτεί να επιδιώξουν -ως πλήρη απασχόληση- την εμπορική αξιοποίηση (της έρευνας)» σημειώνει.

Πώς προσεγγίζεις έναν σημαντικό επενδυτή εν μέσω πανδημίας και ποιο είναι το πιο συνηθισμένο λάθος

Προσθέτει ότι η πανδημία δεν έχει επιβραδύνει τις επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων στις ΗΠΑ, οι οποίες σημείωσαν ρεκόρ το 2020, ανερχόμενες σε 156 δισ. δολ. Πώς όμως μπορεί να προσεγγίσει ένας/μία startuper έναν/μία σημαντικό επενδυτή; «Η προσέγγιση επενδυτών είναι πάντα ευκολότερη όταν υπάρχει μια θερμή σύσταση (από τρίτο), αλλά αυτή δεν είναι απαραίτητη. Οι επιχειρηματίες πρέπει να κάνουν ένα δυνατό pitch, μετά να κάνουν “δουλειά”, για να βρουν τους πιο κατάλληλους επενδυτές και, ακολούθως, απλά να επικοινωνήσουν μαζί τους με email και τηλέφωνο». Το πιο συνηθισμένο λάθος, εξηγεί, είναι «το να κάνει κάποιος pitch σε ένα εκατομμύριο επενδυτές, πριν το pitch να είναι έτοιμο και χωρίς καμία έρευνα για τους επενδυτές».

Στο ερώτημα ποιο θεωρεί ότι είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των ελληνικών νεοφυών επιχειρήσεων, απαντά: «το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που βλέπω είναι ότι έχουν μεγάλες, καλά καταρτισμένες ομάδες, που εργάζονται με “σφιχτό” προϋπολογισμό. Η μεγαλύτερη αδυναμία που βλέπω μερικές φορές είναι η έλλειψη αίσθησης κατεπείγοντος, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μακρά διαστήματα χωρίς έσοδα και ανάπτυξη. Επίσης, είμαι προσωπικά επιφυλακτική για τις startup με μέλη της οικογένειας στην ιδρυτική ομάδα, καθώς πιστεύω ότι αυτό μπορεί να γίνει περίπλοκο».

Θα μπορούσε η Ελλάδα να αναδειχτεί σε ένα περιφερειακό hub (κόμβο) για νεοφυείς επιχειρήσεις; Κατά την κ.Χατζοπούλου, τα «startup hubs» έχουν αρκετά συστατικά: μια κοινότητα νεοφυών επιχειρήσεων, πανεπιστήμια που παράγουν ταλαντούχους πτυχιούχους και καινοτόμο έρευνα, και μεγάλες επιχειρήσεις που λειτουργούν ως προμηθευτές, πελάτες ή επενδυτές για startups, ενώ παράλληλα εκπαιδεύουν νεαρούς πτυχιούχους στις βέλτιστες πρακτικές. Οι επιχειρηματίες που πωλούν τις startups τους, στη συνέχεια επενδύουν σε άλλες νεοφυείς εταιρείες και δημιουργούν νέες startups, κάτι που γίνεται ένας ενάρετος κύκλος. «Το σημαντικότερο είναι πως η Ελλάδα θα μπορούσε να αξιοποιήσει περισσότερες πολυεθνικές, όπως η Pfizer, που κάνουν τεχνολογική ανάπτυξη στην Ελλάδα» λέει.

   Aτρόμητοι, ανυπόμονοι, διαφορετικοί με …πατέντα

Ποια στοιχεία αναζητά η Μαρίνα Χατζοπούλου σε μια startup, προκειμένου να πειστεί να επενδύσει; «Όταν επενδύω σε startup, αναζητώ μια ισχυρή ομάδα επιχειρηματιών με καλή κρίση, που είναι ατρόμητοι και ανυπόμονοι, προσφέροντας διαφοροποίηση προϊόντος, που ξεχωρίζει τη δική τους λύση από κάθε ανταγωνιστική. Ιδανικά, (η λύση αυτή) έχει λάβει τη μορφή πνευματικής ιδιοκτησίας -διπλώματα ευρεσιτεχνίας και κατοχύρωση εμπορικών μυστικών- που μπορεί να “μπλοκάρει” άλλους απ’ το να την ανταγωνιστούν» σημειώνει.

Συμπληρώνει πως οι επιχειρηματίες πρέπει πάντα να ξεκινούν με τον εντοπισμό ενός πραγματικού προβλήματος: «να βάζουν τον εαυτό τους στη θέση του πελάτη για να νιώσουν τον πόνο του και στη συνέχεια να προσπαθούν να βρουν λύσεις. Η συμβουλή μου προς τους επιχειρηματίες είναι να γίνουν ειδικοί στην αγορά τους και ως προς τον ανταγωνισμό τους και να μιλούν με υποψήφιους πελάτες καθημερινά, ακόμη και πριν το προϊόν να είναι έτοιμο προς πώληση».

   Έχοντας ξεκινήσει την επιχειρηματική της καριέρα από τον χώρο της τρισδιάστατης εκτύπωσης, τι πιστεύει πως μπορεί να προσφέρει σήμερα στην παραγωγή και τη δημιουργική οικονομία το 3D printing; «Η τρισδιάστατη εκτύπωση συνεχίζει να εξελίσσεται με συναρπαστικούς τρόπους, παράγοντας πλέον μεταλλικά και πλαστικά μέρη για την τελική παραγωγή, αντί να κάνει απλή πρωτοτυποποίηση. Χρησιμοποιείται για ιατρική διάγνωση και βιο-μηχανική (bioengineering). Δεν θα αντικαταστήσει ποτέ πλήρως τις καλά ανεπτυγμένες διαδικασίες μαζικής παραγωγής, λόγω του κόστους του, αλλά καθώς οι τιμές συνεχίζουν να μειώνονται και η ποιότητα των εξαρτημάτων να βελτιώνεται, οι εφαρμογές θα πολλαπλασιαστούν» εκτιμά.

   Η μεγαλύτερη πρόκληση και η χειρότερη στιγμή

Η Μαρίνα Χατζοπούλου έχει σπουδάσει μαθηματικά και μουσική στο Brown University, εργάστηκε στη Wall Street και έλαβε πτυχίο μηχανολόγου μηχανικού από το ΜΙΤ, πριν «ανοίξει πανιά» για την προσωπική διαδρομή της ως επιχειρηματίας.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση και η χειρότερη στιγμή της ως νέας επιχειρηματία; «Η μεγαλύτερη πρόκληση ως νέα επιχειρηματίας ήταν να μάθω να κάνω ανάθεση ευθυνών σε τρίτους καθώς η επιχείρηση μεγάλωνε. Μου πήρε πολύ χρόνο για να καταλάβω ότι ένας διευθυντής/διευθύντρια πρέπει να γαλουχήσει τους άλλους και να τους δώσει αυξανόμενα επίπεδα ευθύνης, για να τους βοηθήσει να αναπτυχθούν. Η χειρότερη στιγμή μου ήταν όταν οι δύο μεγαλύτεροι ανταγωνιστές μας ανακοίνωσαν προϊόντα πολύ παρόμοια με το δικό μας, το οποίο ήταν ακόμη υπό ανάπτυξη. Αποδείχθηκε τελικά ότι ο τρισδιάστατος εκτυπωτής μας ήταν πάνω από δέκα φορές ταχύτερος, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν αρκετά τρομακτικό».

Όπως επισημαίνει η κ. Χατζοπούλου μεγάλωσε σε μια οικογένεια όπου ο ανταγωνισμός δεν θεωρήθηκε ποτέ ως κακό πράγμα, αλλά ως κάτι διασκεδαστικό που σε βοηθά να αναπτυχθείς. «Ο πατέρας μου (σ.σ. ιδρυτής και επί 43 χρόνια επικεφαλής της «Thermo Electron Corp», τεχνολογικής εταιρείας του δείκτη Fortune-500) δεν μου έδωσε ποτέ συμβουλές σχετικά με την επιχειρηματικότητα, αλλά ήταν ο ίδιος πρότυπο επιχειρηματία: φιλόδοξος, στοχαστικός και υποστηρικτικός στην ομάδα του. Ήταν πολύ περήφανος για το πώς η εταιρεία του έδωσε λύσεις σε ορισμένα από τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας. Κυρίως, αγαπούσε τη δουλειά του και δούλευε σκληρά» καταλήγει.

*Σε αντίθεση με την τεχνολογία που βασιζόταν σε marketplaces και μέγεθος αγοράς και «γέννησε» εταιρείες όπως οι UBER και AirBnB, με έδρα τη μεγάλη αγορά των ΗΠΑ, η «βαθιά τεχνολογία» τοποθετεί το κέντρο βάρους στο προϊόν κι όχι στον τελικό χρήστη, με όσους δραστηριοποιούνται σε αυτή να αξιοποιούν την Τεχνητή Νοημοσύνη, τα Μεγάλα Δεδομένα, την Εικονική Πραγματικότητα και Ρομποτική κτλ, για να λύσουν πραγματικά προβλήματα.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ