του Νίκου Κωτσικόπουλου
Μέσα σε τρεις μήνες η ΕΚΤ αύξησε 2% τα επιτόκια και κοντεύει να ολοκληρώσει τις αυξήσεις των επιτοκίων σύμφωνα με διεθνείς οίκους και αναλυτές. Το μήνυμα ότι οι αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ έχουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους ολοκληρωθεί, έστειλε με την επίσημή της ανακοίνωση η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χθες.
Ταυτόχρονα απάλειψε από την ανακοίνωση το επίθετο «αρκετές» ακόμα αυξήσεις. Η Κριστίν Λαγκάρντ ανακοίνωσε ότι «έχει ήδη σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος» στην προσπάθεια καταπολέμησης του πληθωρισμού, αν και πρόσθεσε ότι θα σημειωθούν περαιτέρω αυξήσεις. Δεν είπε όμως «αρκετές».
Αυτή άλλωστε είναι η τρίτη αύξηση επιτοκίων, με την οποία η ΕΚΤ μέσα σε δύο μήνες πρόσθεσε 2 ποσοστιαίες μονάδες στο κόστος του χρήματος.
Την αλλαγή στην ορολογία της ΕΚΤ και στις τοποθετήσεις της κας Λαγκάρντ, παρατήρησαν αναλυτές των αγορών, οι οποίοι μίλησαν σε διεθνή μέσα και τόνισαν ότι αυτό είναι ενδεικτικό των προθέσεων της ΕΚΤ να αυξήσει μεν λίγο ακόμα τα επιτόκια, αλλά να μην υπερβάλλει στην άνοδό τους, τοποθετώντας ένα όριο, που το εντοπίζουν ενδεχομένως στο 2,50%-2,75%. Οι αναλυτές που μίλησαν στο Reuters δίνουν μέση τιμή στο 2,60%.
Η Pimco περιμένει μία αύξηση 0,50% ακόμα στο πρώτο τρίμηνο 2023 και μετά οι αυξήσεις θα είναι 0,25%, υπονοώντας ως στόχο το 3%.
Άλλωστε σύμφωνα με την Κριστίν Λαγκάρντ, είναι πιθανό να έχει ήδη επιβραδυνθεί σημαντικά η οικονομική δραστηριότητα και θα επιβραδυνθεί περαιτέρω στις αρχές του 2023. Οι κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη ειδικά βραχυπρόθεσμα, είναι καθοδικοί και θα μπορούσε να παρατηρηθεί ξανά πρόβλημα στην προσφορά αγαθών, είπε η ίδια.
Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει ύφεση και η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη αυτούς τους κινδύνους στις αποφάσεις για τα επιτόκια,
Όπως δήλωσε, «η οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ είναι πιθανό να έχει επιβραδυνθεί σημαντικά το τρίτο τρίμηνο του έτους και αναμένουμε περαιτέρω εξασθένηση στο υπόλοιπο του τρέχοντος έτους και στις αρχές του επόμενου έτους.
Τα εισερχόμενα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι οι κίνδυνοι για τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης είναι σαφώς καθοδικοί, ειδικά βραχυπρόθεσμα. Ένας μακροχρόνιος πόλεμος στην Ουκρανία παραμένει ένας σημαντικός κίνδυνος. Η εμπιστοσύνη θα μπορούσε να επιδεινωθεί περαιτέρω και οι περιορισμοί από την πλευρά της προσφοράς θα μπορούσαν να επιδεινωθούν ξανά. Το κόστος ενέργειας και τροφίμων θα μπορούσε επίσης να παραμείνει σταθερά υψηλότερο από το αναμενόμενο. Μια αποδυνάμωση της παγκόσμιας οικονομίας θα μπορούσε να αποτελέσει πρόσθετο τροχοπέδη στην ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ».