Πακέτο φορολογικών κινήτρων για τις ισχυρές, κερδοφόρες επιχειρήσεις διεκδικεί η Αθήνα από τους δανειστές. Δεδομένης της καθοριστικής συνδρομής των εισηγμένων στο ΧΑ ομίλων, το οικονομικό επιτελείο θέτει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σειρά κινήτρων, κυρίως φορολογικού χαρακτήρα, προκειμένου μέρος της κερδοφορίας να επανεπενδυθεί, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για αύξηση της απασχόλησης, με άμεσο αποτύπωμα και στην πραγματική οικονομία.

Σε αυτήν την προσπάθεια, που υποστηρίζεται από την πλειονότητα των «μεγάλων» του χρηματιστηρίου, συνδράμει και ο ΣΕΒ με σειρά παρεμβάσεων και προτάσεων για την περαιτέρω ενίσχυση της επιχειρηματικότητας.

Οι αριθμοί είναι αδιάψευστοι μάρτυρες του κομβικού ρόλου που μπορούν να διαδραματίσουν οι 15-20 ισχυροί όμιλοι, με τον κύκλο εργασιών τους να διαμορφώνεται στα 70,5 δισ. το 2018 (από 63,6 το 2017) και με την πρόβλεψη για το 2019 να τον ανεβάζει στα 75 δισ.

Θα πρόκειται –αφαιρουμένου του τραπεζικού κλάδου– για ιστορικό ρεκόρ, σε μια χρονιά κατά την οποία η χώρα έβγαινε από τη μνημονιακή στενωπό, αντιστοιχώντας στο (περίπου) 40% του ΑΕΠ. Ανάλογα ενθαρρυντικές είναι οι ενδείξεις όσον αφορά στα καθαρά (λειτουργικά) κέρδη, στη μείωση των υποχρεώσεων/δανεισμού, την ενίσχυση των επενδύσεων/εξαγωγών.

Η εικόνα για τα μεγέθη του 2019 θα ήταν ακόμη καλύτερη αν: α) η μείωση των περιθωρίων διύλισης σε συνδυασμό με τις εξελίξεις σε τιμές πετρελαίου και δολαρίου δεν «βάραιναν» τα αποτελέσματα των δύο μεγαλύτερων ομίλων διύλισης της χώρας (Motor Oil, Ελληνικά Πετρέλαια), β) δεν είχαμε υποχώρηση των διεθνών τιμών των μετάλλων, με επίπτωση είτε στη λογιστική κερδοφορία (λ.χ. ElvalHalcor) είτε στη λειτουργική, και γ) δεν καταγράφονταν τα αυξημένα ζημιογόνα αποτελέσματα της ΔΕΗ σε συνδυασμό με έκτακτες λογιστικές επιβαρύνσεις (Coca-Cola, Mytilineos).

Αυτήν την ισχυροποίηση των μεγάλων ομίλων και εύρωστων επιχειρήσεων επιδιώκει να αξιοποιήσει η ελληνική πλευρά, θέτοντας αιτήματα που σχετίζουν την κερδοφορία με την επανεπένδυση και την παραγωγικότητα.

Παράλληλα, επιχειρείται να μεγιστοποιηθεί το όφελος από το τρίπτυχο «μείωση εταιρικής φορολογίας (στο 24%) – μείωση του φόρου στα έσοδα μερισμάτων (5%) – θεαματική βελτίωση του κόστους δανεισμού/χρηματοδότησης των εταιρειών». Ήδη, 5-6 όμιλοι εισηγμένοι στο χρηματιστήριο σχεδιάζουν μέσω εταιρικών ομολόγων να αντλήσουν πάνω από 2,5 δισ., με κόστος χρήματος ακόμη και 50% φθηνότερο σε σχέση με την αρχή του 2018.

Επιχειρήσεις που θα επενδύουν ένα σημαντικό μέρος της κερδοφορίας τους θα μπορούν –σύμφωνα με την εισήγηση της Αθήνας– να τυγχάνουν ελαφρύτερης φορολογίας, ενώ κάτι ανάλογο θα ισχύει και στην περίπτωση της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Σκέψη για περαιτέρω μείωση της φορολογίας μερισμάτων (ή και μηδενικού φόρου) επίσης τίθεται στο τραπέζι για εταιρείες που για μια εύλογη χρονική περίοδο (διετία-τριετία) διασφαλίζουν τον αριθμό των εισηγμένων (ότι δηλαδή θα διατηρούν τον ίδιο αριθμό εργαζομένων).

Επιπλέον, όπως θα αποτυπωθεί στα αποτελέσματα των εισηγμένων, ο ρυθμός αύξησης της λειτουργικής κερδοφορίας εκτιμάται πως θα ξεπεράσει το 6%, των δε ταμειακών διαθεσίμων θα είναι διψήφιος (λίγο πάνω από το 10%). Μεγέθη που καταγράφηκαν σε μια χρονιά πολιτικής ρευστότητας (στο πρώτο εξάμηνο), διπλών εκλογών (ευρωεκλογών, εθνικών), πολιτικής αλλαγής (στο δεύτερο εξάμηνο).

Τα πάνω από 2 δισ. (η λειτουργική κερδοφορία), με σημαντική την ενίσχυση του περιθωρίου κερδοφορίας (11,5%), αφήνουν υποσχέσεις για τη χρήση 2020 αν δοθούν περισσότερα κίνητρα.

Δέλεαρ τα μερίσματα

Την «εργαλειοποίηση» των μερισμάτων εξετάζουν στην κυβέρνηση, έχοντας ως γνώμονα το 1,29 δισ., ποσό που διανεμήθηκε με βάση τα αποτελέσματα της χρήσης 2018 (με το έκτακτο υπερμέρισμα της Coca-Cola το ποσό ανέβηκε στα 2,25 δισ., αλλά ήταν εφάπαξ), ενισχυμένο σε σχέση με την προηγούμενη χρήση.

Σε 1,4 δισ. εκτιμάται πως θα ανέλθουν τα κεφάλαια (από κέρδη) που θα διανεμηθούν για τη χρήση 2019, ο δε αριθμός των εταιρειών θα ξεπεράσει τις 55, μεγαλύτερος από αυτόν του 2008. Συγκριτικά –και μην υπολογίζοντας τον τραπεζικό κλάδο– η εμπροσθοφυλακή του εγχώριου επιχειρείν πετυχαίνει επιδόσεις (και αποδόσεις) καλύτερες εκείνων πριν την κρίση, καταδεικνύοντας τις αντοχές που ανέπτυξαν στη διάρκεια της κρίσης, υπό την πίεση του «ακριβότερου κόστους κεφαλαίου», συνακόλουθα των προοπτικών που έχουν.

Δεδομένου του ότι η κερδοφορία αυτών των επιχειρήσεων αντιστοιχεί στο 80% plus της συνολικής και σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό εργαζομένων, γίνεται πρόδηλη η προσπάθεια του οικονομικού επιτελείου να δοθούν συνδυαστικά κίνητρα.

ΣΕΒ

Σε αυτήν την προσπάθεια αρωγός έρχεται και ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, που προτείνει αφενός να θεσμοθετηθούν οι οριζόντιες υπεραποσβέσεις ως φορολογικό επενδυτικό κίνητρο, αφετέρου να επεκταθεί η ισχύουσα πενταετία σε τουλάχιστον δεκαετία, για τον συμψηφισμό σωρευμένων ζημιών της κρίσης με μελλοντικά κέρδη, όπως ισχύει στις περισσότερες χώρες της ΕΕ.

Παράγων του ΣΕΒ εξηγεί στο ΧΡΗΜΑ πως «(…) με αυτά τα δύο μέτρα, θα δινόταν η δυνατότητα ακόμη και σε ζημιογόνες –αλλά λειτουργικές– επιχειρήσεις, μεγάλες ή μικρότερες, να “ξανασταθούν στα πόδια τους”, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της παραγωγής και της απασχόλησης…».

Το ενθαρρυντικό, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, είναι πως το οικονομικό κλίμα βελτιώθηκε τον Δεκέμβριο του 2019, παρά το περιβάλλον αβεβαιότητας και εντάσεων, με τον σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται σε υψηλότερα επίπεδα στην Ελλάδα (109,5 μονάδες) έναντι των 101,5 μονάδων της ευρωζώνης.

…………………..

Περιοδικό ΧΡΗΜΑ, τευχ. Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2020