Μια νέα μελέτη που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η Schneider Electric αποκαλύπτει ότι ενώ οι περισσότερες επιχειρήσεις αισθάνονται έτοιμες για ένα μέλλον χωρίς εκπομπές άνθρακα και με αποκεντρωμένη ψηφιακή διαχείριση, πολλές από αυτές όμως δεν κάνουν τα απαραίτητα βήματα προκειμένου να προχωρήσουν στην εφαρμογή, αλλά και την περαιτέρω εξέλιξη, των προγραμμάτων ενεργειακής διαχείρισης και περιβαλλοντικής προστασίας.
Αυτή η ψευδής αίσθηση ασφαλείας μπορεί να οφείλεται στο ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις υιοθετούν κάποια μάλλον συντηρητικά σχέδια όσον αφορά στην ενεργειακή διαχείριση και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Όμως, πέρα από την έλλειψη καινοτομίας, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο από τον όχι και τόσο καλό συντονισμό μεταξύ των τμημάτων προμηθειών, λειτουργίας και βιωσιμότητας της κάθε επιχείρησης, καθώς και τις αναποτελεσματικές διαδικασίες συλλογής και ανταλλαγής δεδομένων.
Το 81% των επιχειρήσεων έχουν προχωρήσει ή σχεδιάζουν να προχωρήσουν στην ενεργειακή τους αναβάθμιση, όμως μόλις το 30%, ή και λιγότερες, εξετάζουν να αξιοποιήσουν νέες ενεργειακές ευκαιρίες όπως τα microgrids και την τεχνολογία demand response.
Σύμφωνα με την έρευνα στην οποία συμμετείχαν σχεδόν 240 μεγάλες επιχειρήσεις (με κύκλο εργασιών $100 εκατομμύρια, τουλάχιστον) από ολόκληρο τον κόσμο, το 85 τοις εκατό των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι η επιχείρησή τους προχωρά σε συγκεκριμένα έργα μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, προκειμένου να μειώσει τις εκπομπές άνθρακα σε επίπεδο που θα είναι ανταγωνιστικό σε σχέση με τους πρωτοπόρους του κλάδου τους.
Όμως τα έργα που είτε σχεδιάζονται, είτε βρίσκονται σε στάδιο υλοποίησης, σε πολύ μεγάλο βαθμό αφορούν στην εξοικονόμηση ενεργειακών και υδάτινων πόρων, καθώς και στη μείωση και σωστή διαχείριση των αποβλήτων. Αν εξαιρέσει κανείς την αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, λίγες είναι οι επιχειρήσεις που υλοποιούν πιο προχωρημένες στρατηγικές και τεχνολογίες όσον αφορά στη διαχείριση της ενέργειας και των ανθρακικών τους εκπομπών.
Τα κύρια ευρήματα της έρευνας περιλαμβάνουν τα εξής:
• Το 81 τοις εκατό των συμμετεχόντων έχουν ήδη υλοποιήσει έργα ενεργειακής αναβάθμισης, ή σχεδιάζουν να τα υλοποιήσουν μέσα στα ερχόμενα δύο χρόνια. Το 75% προσπαθούν να μειώσουν την κατανάλωση νερού και τον όγκο των αποβλήτων τους.
• Το 51 τοις εκατό έχουν ολοκληρώσει ή σχεδιάζουν να υλοποιήσουν συγκεκριμένα έργα για την αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
• Μόλις το 30 τοις εκατό έχουν υλοποιήσει ή σχεδιάζουν να αξιοποιήσουν τις τεχνολογίες ενεργειακής αποθήκευσης (energy storage), τα microgrids ή τον συνδυασμό θέρμανσης και ηλεκτρικής ενέργειας — είτε μεμονωμένα, είτε συνδυαστικά.
• Μόλις το 23 τοις εκατό διαθέτουν συγκεκριμένη στρατηγική demand response ή σχεδιάζουν κάτι τέτοιο για το άμεσο μέλλον.
Ένα από τα βασικά εμπόδια στην πρόοδο ενδεχομένως σχετίζεται με τον συντονισμό στο εσωτερικό κάθε οργανισμού. Το 61 % των συμμετεχόντων δήλωσε ότι στην επιχείρησή τους, κατά την υλοποίηση αποφάσεων σχετικών με θέματα ενέργειας και προστασίας του περιβάλλοντος, δεν υπάρχει επαρκής συντονισμός μεταξύ των διαφόρων ομάδων εργασίας και τμημάτων, ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις καταναλωτικών αγαθών και βιομηχανικής παραγωγής. Επιπλέον, ο ίδιος αριθμός συμμετεχόντων δήλωσε ότι αυτή η έλλειψη συνεργασίας συνιστά πρόβλημα.
Η διαχείριση των δεδομένων (Data management) αναφέρθηκε ως ένα ακόμη εμπόδιο στην χάραξη πολιτικής για την ενιαία διαχείριση ενέργειας και ανθρακικών εκπομπών, με το 45 % των συμμετεχόντων να δηλώνει ότι η διαχείριση των δεδομένων είναι εξαιρετικά αποκεντρωμένη και γίνεται σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο.
Από όσους επεσήμαναν ότι “η έλλειψη δεικτών/εργαλείων για data sharing και αξιολόγηση των project” αποτελεί πρόβλημα στα έργα που συμμετέχουν διαφορετικά τμήματα του οργανισμού, το 65 τοις εκατό δήλωσε ότι η διαχείριση των δεδομένων γίνεται σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο – όχι στο επίπεδο του συνόλου της επιχείρησης.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν επίσης πρόοδο σε πολλούς τομείς.
Περισσότερο από το 50% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα έχουν ήδη ξεκινήσει, ή σχεδιάζουν να ξεκινήσουν μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, έργα σχετικά με την αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με τις επιχειρήσεις προϊόντων και υπηρεσιών Υγείας (64%) και καταναλωτικών αγαθών (58%) να δείχνουν το δρόμο. Επιπλέον, η ανώτατη διοίκηση και τα υποστηρικτικά τμήματα (corporate functions) των επιχειρήσεων εμπλέκονται ενεργά σε προγράμματα που επικεντρώνονται στην αειφορία και την προστασία του περιβάλλοντος.
Το 74 % δήλωσε ότι τα μέλη της ανώτατης διοίκησης συμμετέχουν στον έλεγχο ή την έγκριση προγραμμάτων που σχετίζονται με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την προστασία του περιβάλλοντος, δείχνοντας με τον τρόπο τους ότι αυτά αποτελούν στρατηγική προτεραιότητα της επιχείρησης.
Κι ενώ ο δείκτης ROI αποτελεί το προφανές μέτρο αναφοράς για τα προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας και προστασίας του περιβάλλοντος, οι επιχειρήσεις αρχίζουν να υιοθετούν μια πιο μακροπρόθεσμη, πιο ολοκληρωμένη θεώρηση των επενδύσεων. Για παράδειγμα, περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες δήλωσαν ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις ενός έργου συνεκτιμώνται κατά την αξιολόγησή του, ενώ το Οργανωτικό ρίσκο (Organizational risk, 39 τοις εκατό) αποτελεί έναν ακόμη σημαντικό παράγοντα προβληματισμού.
Την έρευνα διεξήγαγε η GreenBiz Research με στόχο να προσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο οι επιχειρήσεις αναπτύσσουν τη στρατηγική τους όσον αφορά στην ενέργεια και την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και το πώς συλλέγουν και μοιράζονται δεδομένα, ή συντονίζουν τα διάφορα εμπλεκόμενα τμήματα του οργανισμού τους — μέσω της αποκαλούμενης Ενεργητικής Διαχείρισης Ενέργειας.
Στην έρευνα συμμετείχαν μέλη της Ανώτατης Διοίκησης και του ΔΣ στον τομέα ευθύνης των οποίων ανήκει η διαχείριση ενέργειας και η προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και μεμονωμένα στελέχη που ασχολούνται με τα συγκεκριμένα αντικείμενα.
Οι επιχειρήσεις που συμμετείχαν ανήκουν σε 11 βασικούς κλάδους της οικονομίας, όπως μεταξύ άλλων οι κλάδοι καταναλωτικών αγαθών, ενέργειας/κοινής ωφέλειας, χρηματοοικονομικών, βιομηχανικής παραγωγής, προϊόντων και υπηρεσιών Υγείας και τεχνολογίας. Οι απαντήσεις οποιουδήποτε δείγματος ενδέχεται να διαφοροποιούνται από τον μέσο όρο.