Εγρήγορση ώστε να επιτευχθεί περαιτέρω εξυγίανση του ενεργητικού των τραπεζών, να αποφευχθούν νέες καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων, γεγονός που αναμένεται να συμβάλει στην περαιτέρω βελτίωση των κεφαλαιακών δεικτών και να περιοριστούν οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs), οι οποίες επί του παρόντος αποτελούν 40% των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών, συνιστά η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).
Ειδικότερα, στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική η κεντρική τράπεζα σημειώνει πως ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ατομική βάση μειώθηκε σημαντικά το Σεπτέμβριο του 2024 σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2023 και διαμορφώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ. «Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου του συνόλου των σημαντικών τραπεζών στην ευρωζώνη είναι σχεδόν αμετάβλητη από την αρχή του έτους, ενώ αυτή των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε σημαντικά το εννεάμηνο του 2024.
Αναλυτικότερα, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) σε επίπεδο ευρωζώνης παρέμεινε κοντά στα ιστορικά χαμηλά τον Ιούνιο του 2024, ενώ το ποσοστό των εξυπηρετούμενων δανείων που παρουσιάζουν σημαντικά αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο σε σύγκριση με την αρχική αναγνώριση (δάνεια Stage 2) ως προς το σύνολο των δανείων επίσης παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο για το σύνολο των τραπεζών της ευρωζώνης», σημειώνει χαρακτηριστικά και συνεχίζει: «Για τις ελληνικές τράπεζες, ο δείκτης ΜΕΑ σε ατομική βάση υποχώρησε σημαντικά το Σεπτέμβριο του 2024 σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2023, λόγω της τιτλοποίησης δανείων του προγράμματος κρατικών εγγυήσεων “Ηρακλής”. Επίσης, μείωση παρουσίασε και το ποσοστό των δανείων Stage 2 ως προς το σύνολο των δανείων σε ατομική βάση».